United States or Luxembourg ? Vote for the TOP Country of the Week !


Προς τι τ’ αστέρια τ’ ουρανού, ο ήλιος το φεγγάρι, Τα δάση απάνω στα βουνά, τα λούλουδα στους κάμπους, Αν μάτια δεν υπάρχουνε μ’ αγάπη να τα βλέπουν; Προ τι τ’ αηδονολάλημα, κι’ ό, τι λογής τραγούδι, Αν δεν υπάρχη η ακοή γλυκά να τ’ απολάψη; Προς τι το γάργαρο νερό της δροσερής βρυσούλας, Αν δεν υπάρχη για να πιή το διψασμένο στόμα; Προ τι τα τριαντάφυλλα τα μύρα της Ασίας, Αν δεν υπάρχη άνθρωπος την ευωδιά να παίρνη; Προς τι τα νειάτα τα γλυκά και τ’ άρρητά σου κάλλη; Αν ένας νιος δεν τα χαρή, σαν το λεβέντη Γιάννο; Κι’ η Μάρω βαρυοστέναξε, πο την καρδιά της μέσα Και λέγει στην αρχόντισσα, και λέει στην προξενήτρα : —Ό, τι κι’ αν σου είπα, αρχόντισσα, είναι καθάρια αλήθεια.

Μόνον να τι είνε· τα φτωχά κορίτσια δεν τ' αγαπούν παρά όπως αγαπούν τα λούλουδα, για να τα μυρισθούν μια, κ' ύστερα να τ' αφήσουν να μαραθούν, ή να τα μαδήσουν· κ' εγώ δεν ήμουν καμμιά μεγαλοπροικούσα, βλέπεις, για να με αγαπήσουν, και να με στεφανωθούν &εμπομπή και παρατάξει&, μ' επισημότητα, ή και να με κλέψουν και να με στεφανωθούν κρυφά μ' έναν παπά, βέβαιοι πως οι γονείς, εις όλο το ύστερο, θ' αναγκασθούν σα σκασμένοι να δώσουν την προίκα... Γι' αυτό δεν ευρέθηκε άλλος απ' τον μπάρμπα-Μοναχάκη να με ζητήση.

Τι θαρρείς; πως είνε το χωριό σου, που πας και κάθεσαιτον φούρνο ξεμανδήλωτη; Εκεί, γρηά μου, κάθουνται, 'ς την πλατέα, κυρίαις 'σαν το κρύο νερό, που έχουν γεμάτα τα καπέλλα τους από όλα τα πουλιά και όλα τα λούλουδα του κάμπου.

Τότε ενθυμήθη την χορεύτριαν του πύργου, και εσυλλογίσθη ότι δεν θα την μεταϊδή, και εβόισαν εις τ' αυτιά του οι στίχοι του νανναρίσματος: $Νάνι, θα 'λθη η μάνα του $Απ' το δαφνοπόταμο $Κι από το γλυκό νερό, $Να του φέρη λούλουδα, $Λούλουδα, τριαντάφυλλα $Και μοσχογαρούφαλα. Ενώ ενθυμείτο όλα αυτά, το χάρτινον πλοιάριον ήνοιξε και έπεσεν ο στρατιώτης εις το νερόν.

Θαρρώ δεν πολυπροκόβουνε στις χώρες αυτά τα βουνήσια τα λούλουδα. Εκεί βλέπεις άλλα. Εκεί είναι πολιτισμός. Εκεί μόλις και νοιώση ο καλός ο νοικοκύρης πως σιμώνει το τέλος του, δίνει το μισό το είναι του σ' ένα σπιτάλιο και τελειώνει. Έτσι τελειώνει κ' η κοκώνα του να πάει στο θέατρο, την ώρα που κάθεται η νοικοκερά μας κι ακούγει γειτόνισσες.

Πώς και πετάμενων πουλιών αμέτρητα κοπάδια, κύκνοι λεφκοί μακρόλαιμοι για γερανοί για χήνες, 460 γύρω απ' του Κάϋστρου τα νερά, μες στ' Ασινό λιβάδι, καμαρωμένα εδώ κι' εκεί πετούν φτεροκοπώντας, και το λιβάδι απ' τις φωνές βουήζει σαν καθίζουν· έτσι έθνη χύνουνταν πολλά κι' αφτών οχ τις καλύβες στον κάμπο το Σκαμαντρινό, κι' η γης βροντοβολούσε 465 κάτου απ' τα πόδια, σκιαχτερή κι' αφτών και των αλόγων Και στέκουν στο Σκαμαντρινό ανθόστρωτο λιβάδι, χιλιάδες, σαν της άνοιξης τα λούλουδα και φύλλα.

Ω τέκνον μου, του είπα, οπόταν μεγαλώσης, τα έργα του πατρός σου ποτέ μη μιμηθής, αν θέλης την ζωήν σου με λούλουδα να στρώσης, κι' ως άλλη εκλαμπρότης και συ να τιμηθής. Κι' αν θέλης την ζωήν σου, υιέ μου, ν' ασφαλίσης. 'στη μέση σου το ξίφος να ζώσης σε προτρέπω· σε βεβαιώ ποτέ σου πως δεν θα πολεμήσης, και πώς θα καμαρώνω κι' εγώ που θα σε βλέπω!

Ο κάμπος με τα λούλουδα Ναι δεν πέθανε-μα εκείνην τη νύχτα κατάλαβε πως για την ευτυχία του Νίκου της έπρεπε να πεθάνη. Και τότε η ψυχή της η αδικημένη, πόθησε να πετάξη !. . . Μα δεν ξεψυχούσε- Αισθανόταν πάντα την ίδια τρομερή αδυναμία σα να της είχανε ρουφήξει όλο το αίμα, σα νάχε σπάσει μέσα της η μηχανή της ζωής. Βεργινία!

Μοσχοβαλάει τριγύρω του και τον σφιχταγκαλιάζει 'Στον κόρφο της η άνοιξη, σαν νάτανε παιδί της. Χαρούμενα τα λούλουδα φιλούν το μέτωπό του.