United States or São Tomé and Príncipe ? Vote for the TOP Country of the Week !


Αλλά και στην Κίνα νάτανε, θα πετούσα έως εκεί· πάμε! — Θα φύγουμε μετά το δείπνο, είπε ο Κακαμπός. Δε μπορώ να σας πω περισσότερα· είμαι σκλάβος· ο αφέντης μου με περιμένει· πρέπει να πάω να του σερβίρω στο τραπέζι· μη λέτε λέξη, φάτε και νάσαστε έτοιμος.

Τι ήτανε πάλι τούτο, Γιώργη μου; — Τι νάτανε! είπε κείνος ξερά και πάσχιζε να χαμογελάση. Μα το χαμόγελο ανακατώθηκε μ' ένα ζάρωμα πόνου ολόγυρα στα μάτια του. — Πώς καταλαβαίνεις τον εαυτό σου τώρα; ξαναείπ' εκείνη δειλά, πασχίζοντας να του πάρη ένα λόγο, σαν να τον ήθελε για παρηγοριά. Εκείνος έκλεισε τα μάτια του. — Δε μου μιλάς, Γιώργη μου;

Σωτηριάδης πως και φρόνιμες νάτανε οι ιδέες μας, και σωστή να είταν η αρχή μας, δεν πιάσαμε καλά τη δουλειά. Μπορεί. Πώς δεν την πιάνει αλλιώς; Έτοιμος να μελετήσω το σύστημά του. Γιατί δεν άρχισε προτού ναρχίσουμε; Γιατί δεν άρχισαν άλλοι; Γιατί δε γράφει και τώρα τη δημοτική ο κ. Σωτηριάδης, να συγκρίνουμε τουλάχιστο; Είδα ως τώρα, ο κ. Σωτηριάδης να γράφη την καθαρέβουσα.

Τανθρώπινα κοπάδια Απ' το βαρύν τον κάματο, βουβά, αποκαρωμένα, Μεςτα λουλούδια ταπριλιού μαυρολογούν, πλαγιάζουν, Σαν νάτανε συντρίμματα, χορταριασμέναις πέτραις Όπου είχε πάρη ο χαλασμός από κανέναν πύργο Και τάχε σπείρη εδώ κ' εκεί με του σεισμού το χέρι. Ακόμα η Πούλια είναι ψηλά και της αυγής ακόμα Τωρνίθι δεν ελάλησε.

— Η έννοια του δυνατού, σκέφτηκε, υπάρχει στο βαθύ πράσινο του δάσους και σημαίνει πεποίθηση στη νίκη. Στο χαμήλωμα του βουνού, πάνω στη ράχη, τα δένδρα φαίνονται σαν κοπάδι κατσίκια. Αν όμως δεν είναι δένδρα, αλλά μόνο θάμνοι!.,, Τρόμαξε με την ιδέαν αυτή. Τόσο καιρό τα νόμιζε για δένδρα. Βέβαια όμως δεν μπορούσε νάτανε άλλο από δένδρα.,, Ησύχασε.

Μοσχοβαλάει τριγύρω του και τον σφιχταγκαλιάζει 'Στον κόρφο της η άνοιξη, σαν νάτανε παιδί της. Χαρούμενα τα λούλουδα φιλούν το μέτωπό του.

Κ' επανέλαβεν: — Ο βλοημένος ήρθε να ξεχιονίσ'! Αυλή τ' νάτανε, και πάλι δεν θα μπορούσε, σαν δεν πάινε ο κολλήγας του. — Δε μ' λες, Κομποδήμο, προσέθηκέ τις των ναυτικών αστεϊζόμενος, λυόν' ο πεθαμένοςτο χιόν'; — Ξέρου κι' 'γώ; Δε δουκίμασα! — Τι κάθεσθε και λέτε; παρετήρησεν έτερος των ναυτικών.

Τι νάτανε τάχα του υπαξιωματικού οι δυο αυτές γυναίκες; Αδελφές, εξαδέλφες, γνώριμες, δε μπορούσε να καταλάβει. Τα πρόσωπά τους δεν είχανε καμιάν ομοιότητα με το τραχύ πρόσωπο του υπαξιωματικού, ενώ μοιάζανε με τα στρογγυλά πρόσωπα των ναυτόπαιδων, τα φρέσκα και χωρίς γένεια. Ύστερα άκουσε και τις γυναίκες να μιλούν.

Δέκα ευζώνοι κι ο δεκανέας έντεκα. Η πανούκλα νάτανε δε θα τρόμαζε τόσο το χωριό. Φευγιό και πάλι φευγιό. Φτωχοί άνθρωποι. Μια φωνή ακούστηκε: — Τ' απόσπασμα! Κι έσβυσαν οι φούρνοι, βουβάθηκαν τα παιδιά, ανεμοζάλη φύσηξε. Το μισό χωριό πήρε το λόγκο κι όπου φύγη φύγη.

Και τότε η μικρή Ελλάδα, το μικρό κράτος, που μιλείτε γι αυτό σα νάτανε τελειωτικό, τι πρέπει να κάμει, κατά τη γνώμη σας; Να απαντήσει τάχα στα ελληνικά νησιά, στα Ελληνικά χωριά, στους Έλληνες: «Είστε ξένο κράτος, τι γυρεύετε από μένα; Σεις λέγεστε Τουρκιά, εγώ Ελλάδα, τα σύνορά μου δεν τα βλέπετε; είναι ο Πηνειός και ο Άραχθος. Δε σας γνωρίζω. Πηγαίνετε στους άρχοντές σας.