United States or Croatia ? Vote for the TOP Country of the Week !


Εγώ πετούσα από περηφάνεια και περισσότερο παρά σάλλη περίσταση είχα το συναίσθημα πως ήμουν άντρας πλέον. Γιαυτό κιόταν σε λίγο κατάλαβα πως ο Βασίλης με μεταχειρίστηκε σαν παιδί πειράχτηκα πολύ. Το δίκαννο που μούχε πη ότι θαύρισκα στην μάντρα δεν ήτον εκεί. Μούπε πως τάχα το είχε πάρει κάποιος βοσκός, πούλειπε, αλλά γω κατάλαβα πως μούχε 'πη ψέματα κιότι το δίκαννο που μούταξε ήτον ανύπαρχτο.

Αποχαιρέτησε σε λίγο τους δυο ξένους, αφού πρώτα τους φίλησε τρυφερά. Την επομένη ο Αγαθούλης έλαβε, μόλις ξύπνησε, μιαν επιστολή, που έλεγε τα εξής! « Κύριε πολυαγαπημένε μου. Δω κι' οχτώ μέρες είμαι άρρωστη σ' αυτήν εδώ την πόλη· μαθαίνω, πως είστε και σεις εδώ· θα πετούσα στην αγκαλιά σας, αν μπορούσα να κινηθώ.

Με άρπαζε, με γύριζε και θαρούσα πώς τα πόδια μου δεν πατούσαν κάτω. Μου φαίνονταν πώς μούδινε πτερά στα πόδια. Λ έ λ α. Εγώ βέβαια δεν πετούσα μ' αυτά τα παπούτσια. Αλλά συ, πού πετούσες; Έ μ μ α. Εις τους ουρανούς. Ο λ γ ί ν α. Κα Μ ε μ ι δ ώ μ. Ανοησίες, Ολγίνα, ανοησίες. Η Έμμα είναι παιδί ακόμη. Έ μ μ α. Παιδί! Έχουν την μανίαν να νομίζουν πώς είμαι παιδί. Είκοσι χρόνων και κάτι.

Αυτός ήξερε πούτον πηγή ή αρόλιθος . Ήξερε και τα βάραθρα που διατηρείται χιόνι το καλοκαίρι. Άλλη ηδονή για μένα ήτον η θέα και το αίσθημα του ύψου. Όταν από κεί πάνω έβλεπα πόσον χαμηλά ήσαν κάτω η γη κη θάλασσα, νόμιζα πως πετούσα, σαν νάμουν ανώτερος από άνθρωπος. Στα ύψη κείνα μου φαινότανε πως ήσαν ελαφρότερα τα μέλη μου.

Δεν είμαι ο ίδιος που άλλοτε πετούσα ψηλά με τα πολλά αισθήματα, που κάθε μου βήμα παρακολουθούσε ένας παράδεισος, που είχα καρδιά ένα ολόκληρο κόσμο με αγάπη να με περιτριγυρίζη; Και αυτή η καρδιά είναι νεκρή· δεν έχει πια ενθουσιασμούς, τα μάτια μου εστέγνωσαν και αι αισθήσεις μου που δεν ευχαριστούνται πια από δάκρυα που δροσίζουν, μου ρυτιδώνουν κακόρεχτα το μέτωπό μου.

Κ' εγώ πότε έκλαιγα, πότε θύμωνα και πετούσα πέτρες κιό,τι πρόχειρο εύρισκα. Το χειρότερο είνε πως κιαυτό το Βαγγελιό, χωρίς να προσέχη στο κακό που μούκανε, έλαβε μέρος σ' αυτό το παιγνίδι κεύρισκε αφορμές να μου λέη: — Τότε δε σ' αγαπώ, θα πάρω το Γιαννάκο. Αν μπορούσα να ψυχολογήσω, θα μ' ανησυχούσε τόνομα ταντίζηλού μου, όπως τώλεγε.

Το πρωί είχα ξεχάσει ολότελα πως είμουνα εγώ, νόμιζα πως έγινα ένα πουλάκι, ένα ωραίο πουλάκι, πως θα πετούσα πάνου στα δέντρα, ύστερα, πάνου στα βουνά, κι από κει στα σύννεφα, πάνου στα σύννεφαήρθατε σεις και με κάματε να γίνω πάλι, να! — να γίνω σαν όλους εδώ κάτου, να θυμηθώ πως είμαι κι εγώ άνθρωπος, να κλάψω, ν' αναστενάξω, να πονέσω...

Αλλά και στην Κίνα νάτανε, θα πετούσα έως εκεί· πάμε! — Θα φύγουμε μετά το δείπνο, είπε ο Κακαμπός. Δε μπορώ να σας πω περισσότερα· είμαι σκλάβος· ο αφέντης μου με περιμένει· πρέπει να πάω να του σερβίρω στο τραπέζι· μη λέτε λέξη, φάτε και νάσαστε έτοιμος.