United States or Cambodia ? Vote for the TOP Country of the Week !


«Ο άνθρωπος ούτος, όστις είναι ιατρός ή γνωρίζει να επιδένη πληγάς τουλάχιστον, ας είπη, αν είμαι εις θέσιν να μεταφερθώ. Ο σπασμένος βραχίων μου πρέπει να διατηρηθή ακίνητος επί τινας ημέρας τουλάχιστον· σας δηλώ λοιπόν ότι δεν θα κινηθώ απ' εδώ, εκτός αν με ρίψετε έξω. — Κανείς, κύριε, δεν θα μετέλθη βίαν κατά σου, είπεν ο Κρίσπος. Ημείς μόνοι θα φύγωμεν διά να σώσωμεν τας κεφαλάς μας.

Η μελαγχολία δε σου ταιριάζει. ΛΕΛΑΘα τον ξεχάσω. Σου υπόσχομαι πως θα τον ξεχάσω. Είναι τα τελευταία δάκρυα που χύνω γι' αυτόν. Να! Σκουπίζω τα μάτια μου. Όλα περάσανε. Φίλησέ με. Μπράβο, Λέλα μου. Δεν αξίζει τον κόπο για τους άνδρες. Αχ! Πώς πόνεσα! Αυτή η ισχιαλγία. Και σε μισή ώρα έχω να παραστήσω, Πώς θα κινηθώ; ΛΕΛΑΔεν κάνεις μια ένεση; Η ΘΕΑΤΡΙΝΑΑυτό ίσα-ίσα σκεπτόμουν.

Έπειτα όλως αιφνιδίως η σκέψις και ένας φρικιαστικός τρόμος, και μία δραστική απόπειρα προς κατάκτησιν της πραγματικότητος της καταστάσεώς μου. Έπειτα μία ισχυρά επιθυμία, όπως επαναπέσω εις την αναισθησίαν. Είτα δι' ενός ακατασχέτου εξυπνήματος της συνειδήσεώς μου προσπαθώ να κινηθώ και το κατορθώνω.

Εγώ, που είμαι σκοτεινός, το φως θα σας κρατήσω ΜΕΡΚΟΥΤΙΟΣ Όχι, Ρωμαίε μου καλέ· σε θέλω να χορεύσης. ΡΩΜΑΙΟΣ Αληθινά δεν ημπορώ. Σεις ελαφρά πατείτε με υποδήματα χορού κ' ευλύγιστην πατούνα, ενώ εμένα μου πατεί μολύβι την ψυχήν μου, κι ούτ' ημπορώ να κινηθώ απ' το πολύ το βάρος. ΜΕΡΚΟΥΤΙΟΣ Ερωτευμένε, τα πτερά του Έρωτος δανείσου, κι ανασηκώσου με αυτά, να ιδής πώς θα πετάξης.

Αποχαιρέτησε σε λίγο τους δυο ξένους, αφού πρώτα τους φίλησε τρυφερά. Την επομένη ο Αγαθούλης έλαβε, μόλις ξύπνησε, μιαν επιστολή, που έλεγε τα εξής! « Κύριε πολυαγαπημένε μου. Δω κι' οχτώ μέρες είμαι άρρωστη σ' αυτήν εδώ την πόλη· μαθαίνω, πως είστε και σεις εδώ· θα πετούσα στην αγκαλιά σας, αν μπορούσα να κινηθώ.

Ολίγα λεπτά ακόμη, αφού η έμμονος ιδέα κατίσχυσεν, έμεινα χωρίς να κινηθώ. Διατί; Δεν ησθανόμην ακόμη το θάρρος, δεν ετόλμων να κάμω την αναγκαίαν προσπάθειαν. Μία απελπισίαμία απελπισία χωρίς προηγούμενονμε ηνάγκαζε να θέσω τέλος εις την μακράν μου αναποφασιστικότητα, να σηκώσω τα βαρειά καλύμματα των ματιών μου. Τα εσήκωσα. Ήταν σκοτάδι, θεοσκόταδο.

Δι' αυτών εσκόπουν να περιπλανηθώ εις Χίον, ως πωλητής, μέχρις ου φθάσω εις τον Πύργον μας. Άνευ αυτών ανετρέπετο το σχέδιόν μου και κατεστρέφετο η ελπίς μου. Ήθελα ν' αποτείνω τον λόγον προς τον πλοίαρχον, να τον παρακαλέσω να μου φεισθή, τουλάχιστον να μη ρίψη και τα δύο εις την θάλασσαν, αλλ' ούτε να κινηθώ είχα την δύναμιν ούτε να λαλήσω.

Ησθανόμην την πυκνότητα της νυκτός να με βαρύνη και να με πνίγη. Η ατμόσφαιρα ήτο απελπιστικώς βαρεία. Έμεινα ξαπλωμένος χωρίς να κινηθώ και έθεσα εις ενέργειαν όλας τας δυνάμεις του νου μου. Ανεπόλησα τας διαφόρους μεθόδους των ιερεξεταστών και από το σημείον τούτο προσπαθούσα να εξαγάγω ποια μπορούσε να είναι η παρούσα κατάστασίς μου.