United States or Western Sahara ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ένα αγόρι βόσκοντας εκεί σιμά βόιδια, όμορφο κι αυτό και τραγουδιστής σαν την κόρη, παραβγαίνοντας στο τραγούδι έδειξε φωνή, πιο δυνατή σαν άντρας που ήταν και γλυκιά σαν κορίτσι. Κι αφού ξελόγιασε από τα βόιδια της οχτώ τα καλλίτερα, τάσυρε στο δικό του κοπάδι.

Δυο άλλα πρόβατα ψοφήσανε απ' την κούραση λίγες μέρες αργότερα· εφτά ή οχτώ ψοφήσανε κατόπι από την πείνα σε μια έρημο· άλλα πέσανε σε λίγες μέρες μέσα σε γκρεμούς. Τέλος μετά εκατό μερών πορεία τους μείνανε μονάχα δυο πρόβατα.

Και είπεν η γραία προς την νεάνιδα, μη δυναμένη ακόμη ν' αποσπάση τον νουν της από την προ μικρού συμβάσαν φοβεράν σκηνήν: — Πώς να το δώσω, κορίτσι μου, αφού δεν είνε δικό μου; Είνε του παιδιού μου. Κάθε βράδυ το γλέπω ς' τον ύπνο μου και μου λέει: θαρθώ μάννα! θαρθώ μάννα! Ψες τα βράδυ το είδα πάλι. Είνε μικρό-μικρό, ως οχτώ χρονών.

Κυττάζει όξω και βλέπει κάμποσα παιδιά να πεζογελούν και μαζή μ' αυτά το παιδί του . . . το δικό του παιδί, το μόνο αγόρι που είχε, ξανθογάλανο παλληκαράκι οχτώ εννιά χρονών.

Να δώσουν γλήγωρο τέλος σε ταύτην τους την ασυμφωνίαν, ήταν τίποτες ως προς την καλήν τους προαίρεσιν, αλλά για να απομείνουν όλοι τους ευχαριστημένοι, χωρίς υποψίαν και του παραμικροτέρου σκαντάλου υστερώτερα, και για να γίνουν όλα με κάποιαν τάξην, ηύραν εύλονο να διαλέξουν, απ' όλον τον κλήρον των λογιοτάτων, οχτώ, όσα είναι και τα μέρη του λόγου, και να τους στείλουν σ' όλη την Γραικίαν, για να κάμουν της χρειαζούμεναις παρατήρησαις στην τωρηνή μας γλώσσαν, όθεν να λάβουν ένα φως στον αμέτρητα επαινετόν τους σκοπόν.

Αυτή θα τονε γιατρέψη τον πόνο μου, είπε μονάχος του, και κείνο ταγόρι θα γείνη ο νοικοκύρης μας. Περάσανε χρόνια, ως εφτά ή οχτώ. Ο Παυλής είχε μισέψει στη ξενιτειά, μα είταν από πρόπερσυ μεταγυρισμένος. Στο πεζούλι απάνω του Μαυρουδή κάθουνταν η τρυφερόκαρδη η Σμαράγδα και βύζαινε το πρωτογέννητό της. Ο γέρος ο Μαυρουδής κλάδευε τις πορτοκαλιές, και πότε πότε συντύχαινε και της κόρης του.

Έμεινεν εκεί με τα κεφάλι σκυμμένο· έπειτα μου είπε: — Κακοσημαδιά, μωρέ παιδί· μεγάλη κακοσημαδιά!... Είδες το άτιμο να πάρη τα ζερβά!... Αν πετούσε δεξιά θα είχαμε καλό ταξείδι· μα τόρα κακά σημάδια. Ή σε μας ή στο σπίτι κάτι κακό θε να γένη!... Κ' εγώ εκείνη την ώρα τα ίδια εσυλλογιζόμουν. Η κουκουβάγια λέγουν πως ήταν αδερφή των οχτώ παιδιών και του Κωσταντή.

ΞΕΝ. Ο Κυπριώτης; ΑΝΑΤ. Ντυω. ΞΕΝ. Ο Κρητικός; — ΑΝΑΤ. Τρία. — ΞΕΝ. Εσείς; ΑΝΑΤ. Τέσσαρα. — ΞΕΝ. Ο Μωραΐτης; — ΑΝΑΤ. Πέντε, — ΞΕΝ. Ο Λογιώτατος; — ΑΝΑΤ. Έξη. ΞΕΝ. Ο Χιώτης; — ΑΝΑΤ. Επτά. — ΞΕΝ. Αρβανίτης; — ΑΝΑΤ. Οχτώ. ΞΕΝ. Κι ο Μισέ Μπουρλής; ΑΝΑΤ. Εννιάτζάνουμ εγώ γαιατί μέτρισα εφτά για; ΞΕΝ. Εν είνε τώρη εννιά; σταθήτεν τώρη κ' ύστερις πάλι τους μετρούμενας κάμουμε τώρη το λογαριασμό,

Έτσι θα γίνουν οχτώ, και τον Ιούλιο, μα την αλήθεια, θα σου τα επιστρέψω μέχρι την τελευταία δεκάρα…..» Η τοκογλύφος δεν απάντησε αλλά τον κοίταξε για πολλή ώρα από πάνω μέχρι κάτω, σήκωσε το χέρι και τον μούντζωσε.

Και επί οχτώ μέρες ζούσαν και οι τρεις με την αγωνιώδη ελπίδα να γυρίσει ο Τζατσίντο και να επανορθώσει κι έπειτα να φύγει χωρίς να ξαναδώσει σημεία ζωής! Κεφάλαιο ενδέκατο Μια μέρα το φθινόπωρο ο Έφις πήγε στο σπίτι του ντον Πρέντου.