United States or Vietnam ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ορμάει ξανά ο Πείρος και του δίνει μια κονταριά στον αφαλό σιμά, που τ' άντερά του 525 χύθηκαν όλα κατά γης και σβύστηκε το φως του. Μα και τον Πείρο ακόντισε ο Αιτωλός ο Θόας στα στήθια εκεί απάς στα βυζί, και το χαλκό του μπήγει μες στα πλεμόνια, κι' έπειτα ζυγώνει κι' οχ τα στήθια όξω τινάζει τ' όπλο εφτύς· και το σπαθί τραβώντας 530 του μπήγει μια μες στην κοιλιά και τόνε ξεμπερδέβει.

Πέρα στα σύγυρα του χωριού, όξω στα Παρακήπια, ξέμακρα από τα σπίτια τάλλα, το φτωχικό ξωμάχι της θεια-Χρηστίτσας της καψόχηρας, χωμένο τόρα μες τα χιονισμένα δεντρικά, κρυμένο τόρα μέσα στα βουβά τα χιόνια, τέλεια από τον άλλον κόσμο μυστικό, κατάκλειστο στα αφάνταστα τα βάθη του· δεν κρύβει πια της αρφανής πεντάμορφης την παρθενιά τη λατρεφτή, τα κάλλη τα περίσσια, ταπάρθενά της όνειρα, γλυκά αδερφωμένα με της μάνας της αγλύκαντης τις άπλαστες γεροντικές ελπίδες.

Εσυνέπαιρναν βιαστικοί όλα τα χρειαζούμενα μπαγάγια τους μες από τα μάβρα τους κελιά και τάπλωναν όξω, ναδιάσουν μέσα τα δωμάτια για την επιθεώρηση.

Τι απ' όντας βρήκε θάνατο με το σπαθί σου ο γιος μου, στιγμή κάτου απ' τα βλέφαρα δε μούκλεισαν τα μάτια, μον κλαίω στενάζω, τις πολλές τις πίκρες μου αναδέβω, κι' όξω κυλιούμαι στα σβουνιά μες στης αβλής το γύρο. 640 Τώρα να κι' έφαγα ψωμί και μούβρεξε τα χείλια λίγο κρασάκι· μα όμως πριν δεν είχα αγγίξει στάλα

Έτσι είπε, κι' όξω το σπαθί τραβάει τ' ακονισμένο που στα πλεβρό του κρέμουνταν, στέρια μεγάλη σπάθα, κι' αφού μαζέφτηκε, χοιμάει σαν κυνηγάρικο όρνιο, που μάβρα γνέφια σκίζοντας κατάκαμπα πλακώνει ν' αρπάξει ανήσυχο λαγό ή τρυφερό 'να αρνάκι· 310 έτσι όρμησε ανεμίζοντας το κοφτερό λεπίδι.

Σαν αστραπή σου παραλεί τα σπλάχνα· σούχει τα δυο της μάγουλα νυχόσκιστα η γυναίκα, μένει η φαμίλια σου αρφανή· ρέβεις κι' εσύ και βάφεις το χώμα, μ' όρνια πιο πολλά παρά γυναίκες γύρω395 Είπε, και του Λαέρτη ο γιος παγαίνει εφτύς κοντά του και στέκει ομπρός του. Κάθησε τότε ο Διομήδης πίσω, κι' εκεί όξω απ' το ποδάρι του τη γλήγορη σαΐτα τράβαε, και πόνος τσουχτερός του διάβηκε τη σάρκα.

Το χοίρο, ζώο σιτευτό και μεγάλο, μετά το σταύρωμα, το σφάξιμο δηλαδή, τον καψάλιασαν, τον έπλυναν, τον έξυσαν και τον κρέμασαν σ' ένα πρόχειρο ξύλινο τρίποδο με το κεφάλι κάτω. Τον είχαν κάμη άσπρο σαν αυγό και μόνο η μύτη του εμαύριζε, μ' ένα κορδόνι στην άκρη από αίμα πηχτό, σαν σκωλαρήκι, το υστερνό του αίμα. Ύστερα 'δούλεψε το μαχαίρι μέσα κι' όξω και τα κομμάτια τάδωκαν στης γυναίκες.

Απ την αυγή γυρνάω Απ' όξω του Μεσολογγιού, τάχα πως κυνηγάω. Έν' από σας για νάβρω, Έν' αδερφό μου χριστιανό για να του 'πω χαμπέρι, Πικρό χαμπέρι, μαύρο, Που το φυλάγουν μυστικότου Ομέρ-πασά τ' ασκέρι. Παιδιά! Για όνομα Θεού, μη, μη φοβάστε, ακούτε. Το Μεσολόγγι ο Θεός δε θε να χάση ακόμα. Ούτε να πέση η Ρούμελη, ούτε ο Μορηάς μας ούτε. Και τώφερε το μυστικό καιτο δικό μου στόμα.

Είμουν τότες αλλού. Στο παλιό μας το σπίτι. Στην Πόλη. Είμουν και γω σαν τους άλλους. Θα καταλάβουν πως είχα δίκιο. Όλα θα τα καταστρώσω με τη σειρά τους στο χαρτί. Πρέπει πια και κείνοι να κρίνουν ίσια τα πράματα, ίσια και σωστά σαν και μένα. Και τότες θα μ' αφήσουν, και θα πέση το ντουβάρι και θα με βγάλουν όξω, όξω στα ηλιοπερέχυτα τα περιβόλια.

Μηγάρ πατέρα εγώ 'χω πια ή τη γλυκιά μου μάννα; Τι τον πατέρα ο θεϊκός μού σκότωσε Αχιλέας, κι' έκαψε και των Κιλικών τη μυριοπλούσια χώρα, 415 τη Θήβα την τρανόπορτη· και σφάζοντάς τον όμως δεν τον ξαρμάτωσε, ως αφτού δε βάσταξε η καρδιά του, Μον σαν τον έκαψε μαζί με τα χρυσά άρματά του, τούχτισε μνήμα, και φτελιές του φύτεψαν τριγύρω καλές νεράιδες του βουνού, του Δία θυγατέρες. 420 Κι' εφτά μου αδέρφια π' άφισα στον πατρικό μας πύργο, μες σε μια μέρα κι' οι εφτά κατέβηκαν στον Άδη, τι ενώ βοσκούσαν τ' άσπρα αρνιά και τραχηλάτα βόδια όξω στο λόγγο, του Πηλιά ο γιος τους έσφαξε όλους.