United States or Venezuela ? Vote for the TOP Country of the Week !


Το λοιπόν όταν ανέτειλεν ο ήλιος εβγήκα από το κλουβίον μου, όμως πολλά αδύνατος και ασθενημένος από το φαρμακερόν φύσημα του όφεως που με θυμόν εφυσούσεν ολόγυρα· αλλ' όταν έφαγα κάποια χόρτα αντιφάρμακα και έπια νερόν κρύον και δροσερόν, εθεραπεύθηκα εν τω άμα και εκίνησα προς τον αιγιαλόν και φθάνοντας εκεί βλέπω ξέμακρα ένα καράβι· τότε άρχισα να φωνάζω, εξαπλώνοντας εις τον αέρα ένα άσπρο μανδύλι που είχα διά σαρίκι και όταν με ήκουσαν και με είδαν οι ναύται, ο καραβοκύρης ευθύς έστειλε το καΐκι έξω, και με επήρε μέσα εις το καράβι.

Έφαγα σ' ενός το σπίτι που πάντα, μόλις τα πιάσει, χαλνά τα πράγματα που μαρέσουν, ξεσκεπάζει σκεπασμένα κάλλη, και τα λόγια του με κρυώνουν. Μ' έκαμε και συλλογίστηκα πρώτα έναν που μ' άρεσε, και τώρα τον καταφρονούν όλοι, κι αυτός. Ύστερα, με τα ανόητα χτυπήματά του, γκρέμισε έναν που πίστευα πως τα λόγια του ήταν αληθινά.

Εγώ βλέποντάς την πολλήν της ευγένειαν και την γλυκάδα της ομιλίας της υπήγα εις το παλάτι της και ανάμεσα εις τες άλλες δεξιωσύνες που μου έκαμε, μου έδωκεν ένα ωραίον οπωρικόν διά να φάγω. Και ευθύς που έφαγα εμεταμορφώθηκα εις ελάφι, και εβάλθηκα εις εκείνην την μάνδραν, που ήσαν τα άλλα καθώς τα είδες.

Αφού δε έφαγα μερικά πωρικά, και επεριδιάβασα ολίγον, εξαναγύρισα εις το Καστέλλι, και εξαναηύρα την νέαν που ακόμη εκοιμώνταν.

Μωρέ Γιώργη που πάμε; χαθήκαμε! Άσε να ξυπνήσω τον καπετάνιο. — Σκασμός, πούστη! Μη βγάλης άχνα γιατί σ' έφαγα! Ο ναύτης φιλότιμος δεν θέλει να κράξη βοήθεια τον πατέρα του. Ναι, είνε καλός δουλευτής· δεν είνε όμως κ' επιδέξιος κυβερνήτης. Η ώρα θέλει χέρι δυνατό, μάτι και τέχνη. Αν εξύπναεν ο καπετάν Βαλμάς εύκολα θα έβαζε τη σκάφη στον δρόμο της.

Στοχαζόμενος επάνω εις τούτα τα λόγια που μου είπεν ο γέρων, εβγήκα χωρίς να απεικάσω από την χώραν, και επήγα και εμβήκα εις ένα κοιμητήρι μεγάλον, αποφασισμένος να μείνω εκεί την νύκτα. Έφαγα το ψωμί με ολίγην όρεξιν, τον καιρόν που έπρεπε να την είχα μεγάλην· έπειτα επλάγιασα σιμά εις ένα τάφον με το κεφάλι ακουμπισμένον εις ένα σωρόν πέτρες.

Και αφού ελύθη η σύναξις και ανεχώρησαν οι συγκλητικοί έμεινεν ο βασιλεύς με τον αρχιευνούχον του και με ένα νέον σκλαβόπουλον και επρόσταξε να ετοιμάσουν την τράπεζαν του γεύματος και μου έκαμε νεύμα να καθίσω μαζί του εις την τράπεζαν· εγώ διά να δείξω υποταγήν εφίλησα την γην, έπειτα εκάθισα εις την τράπεζαν, και έφαγα με πολλήν ευταξίαν και σεμνότητα και προτού να σηκώσουν την τράπεζαν είδα ένα καλαμάρι και έκαμα νεύμα να μου το δώσουν και λαμβάνοντάς το έγραψα επάνω εις ένα ροδάκινον εις στίχους πολιτικούς την ευχαρίστησίν μου προς τον βασιλέα διά τις τόσες περιποιήσεις και του το ενεχείρισα· και αναγινώσκοντάς τους αύξησεν ο θαυμασμός του.

Και φθάνοντας εκεί έφαγα από εκείνο το φαγί που εις αυτήν μου είχεν απομείνει· και ερχομένης της νυκτός απεφάσισα να ξενυχτήσω εις εκείνον τον λόγγον, με ελπίδα να κοιμηθώ αναπαυμένος.

Εις εκείνο το αναμεταξύ, που οι σύντροφοι μου κατεγίνοντο να συνάζουν άνθη και οπωρικά, εγώ ως φιλοξεφαντωτής έχοντας μαζί μου φαγητά και πιοτά όσα εχρειάζοντο και ευρίσκοντας ένα τρεχούμενο νερό υποκάτω εις παχύν ίσκιον ανθισμένων δένδρων, ανάμεσα εις τας πρασινάδας, εκάθησα εκεί με το τραπέζι μου και αφού έφαγα καλά και έπια καλλίτερα, αποκοιμήθην εις εκείνον τον ίσκιον, επειδή ήμουν κοπιασμένος από το ταξείδιον της θαλάσσης, και εκοιμήθηκα τόσον, που όταν εξύπνησα, δεν είδα πλέον ούτε τους συντρόφους, ούτε το καράβι.

Μα τη στιγμή που κόντεβε μες στους φρουρούς να πέσει, 365 προς τα καράβια φέβγοντας, πια τότες το Διομήδη τον δυναμώνει η Αθηνά, μην τον προλάβουν άλλοι και πουν π' αφτοί τον σκότωσαν, κι' έρθει κατόπι εκείνος. Κι' έκραξε του Τυδέα ο γυιός, με το κοντάρι ορμώντας «Στάσου, μωρέ, και σ' έφαγα! Ή στάσου ή θα σ' το μπήξω 370 όπου κι' αν είναικι' άκου μεστη ράχη το κοντάρι