United States or Tonga ? Vote for the TOP Country of the Week !


Μύρια σχέδια και φαντασίαι εκινούντο ζωηρά στην ψυχή μου· επί τέλους έμεινε στερεά και ολόκληρη η τελευταία, η μόνη σκέψις: «Θέλω να πεθάνω! . . . » Εκοιμήθηκα και αυτό το πρωί· όταν σηκώθηκα ήσυχος, την βρίσκω πάντα στερεά, ολόκληρη και δυνατή: «θέλω να πεθάνω!, . . » Δεν είναι αυτό απελπισία, είναι η βεβαιότης υπέφερα ό,τι μπορούσα να υποφέρω και ότι θυσιάζομαι για σένα.

Εις εκείνο το αναμεταξύ, που οι σύντροφοι μου κατεγίνοντο να συνάζουν άνθη και οπωρικά, εγώ ως φιλοξεφαντωτής έχοντας μαζί μου φαγητά και πιοτά όσα εχρειάζοντο και ευρίσκοντας ένα τρεχούμενο νερό υποκάτω εις παχύν ίσκιον ανθισμένων δένδρων, ανάμεσα εις τας πρασινάδας, εκάθησα εκεί με το τραπέζι μου και αφού έφαγα καλά και έπια καλλίτερα, αποκοιμήθην εις εκείνον τον ίσκιον, επειδή ήμουν κοπιασμένος από το ταξείδιον της θαλάσσης, και εκοιμήθηκα τόσον, που όταν εξύπνησα, δεν είδα πλέον ούτε τους συντρόφους, ούτε το καράβι.

Και μάθετε λοιπόν, μα θεούς, μα θεάς, ότι αφού εκοιμήθηκα με τον Σωκράτη, εσηκώθηκα χωρίς να συμβή τίποτε παραπάνω αφ' ότι θα συνέβαινεν αν εκοιμώμην μετά πατρός ή αδελφού πρεσβυτέρου.

Ως τόσον έχοντας το σχοινίον οδηγόν, εγύρισα πίσω μέσα, και επήρα τα ψωμιά και το νερόν, και πάλιν με οδηγόν το σχοινίον εβγήκα έξω, και έφαγα, έπια, και εκοιμήθηκα ανάμεσα εις τους βράχους αναπαυμένος.

Ήτο πολύ στενόν με ακριβώς τας αυτάς διαστάσεις της γεφύρας που ήτο επάνω από το κεφάλι μου: ηγωνίσθην πολύ μέχρις ότου κατορθώσω να εισέλθω εις το κιβώτιον αυτό. Τέλος πάντων εκοιμήθηκα αμέσως.

Χμ... Γχ... έπνιξε τους γογγυσμούς του μέσα του ο Γαβριήλ. Είτα ψιθύρω τη φωνή προσέθηκεν: Ευλόγησον, πατέρες! — Δεν εκοιμήθηκα καθόλου, γέροντα, απήντησεν ο μπάρμπα- Κωνσταντός, όστις πράγματι δεν ενθυμείτο ποσώς αν είχε κοιμηθή ή όχι... — Και δεν άκουσες τον Γαβριήλ να μιλή μοναχός του; — Δεν τον άκουσα... Ίσως να έκλεψα έναν ύπνον ίσα με ένα &Πιστεύω&.

Μου επέρασεν έν σχοινάκι εις την τρύπαν μου, και με εκρέμασεν εις τον λαιμόν τον μικρόν υιού της γειτόνισσας, ωσάν να ήμην στολίδι και όχι νόμισμα. Το παιδάκι εχαμογέλασε και με εφίλησε, και την νύκτα εκοιμήθηκα επάνω εις τον ζεστόν λαιμόν του. Την αυγήν η μάνα του παιδιού με επήρεν εις τα δάκτυλά της και με εξέταζεν. Αμέσως εκατάλαβα ότι είχε κακούς σκοπούς.

Με αυτούς τους στοχασμούς απέρασα όλην την νύκτα χωρίς να λάβω καθόλου ύπνον. Κα το ταχύ οπόταν εσηκώθηκα ήλθεν η Γαντζάδα νε με εύρη εις τον οντά μου και με χαροποιόν πρόσωπον με ηρώτησε αν εκοιμήθηκα καλά εκείνην την νύκτα· της απεκρίθηκα, ότι απέρασα την νύκτα με τρόπον, που άχρηζεν ότι αυτή να ήθελεν αναγκάση την στιγμήν της ευτυχίας μου.