United States or Ecuador ? Vote for the TOP Country of the Week !


Βουλή μου ήρθε, κι' όρεξι στη λύρα μου ν' αρχίσω, Του Αίσωπου τους ήρωες να γλυκοτραγουδήσω. Με λόγους ζώων αλόγων, αψύχων παροιμίαις, Σ' αυτό το λογικώτατο να δώκω νουθεσίαις. Ω Φαντασία ζωντανή, που στα μυαλά φωλιάζεις· Κι' οπού με χέρι δυνατό κρατάς και τα υποτάζεις. Οπού σοφών και παλαυών εσύ το νουν ορίζεις, Τους στοχασμούς τους, κυβερνάς· τα έργα τους διορίζεις.

Δεν εσυλλογίστηκε πλιότερο από τούτην την φοράν, ο Λογιότατος Ταξιδιότης, μόνε ξυπνώντας ως το ύστερο από τους βαθιούς στοχασμούς του, θελά σε παρακαλέσω, είπε του Γέροντα, να μου φανερώσης την γνώμη σου και σε τούτο, τι λογής να ορθογράφωμε.

Προσπαθούσα να ησυχάσω τον εαυτό μου με την τελευταία σκέψη, μα δεν το κατώρθωνα καλά. Και σιγά σιγά άρχισα να βλέπω τη ζωή της γυναικός μου μ' ένα νέο και διαφορετικό φως, με το φως που έμελλε να τη σκεπάση τέλος ολάκερη. Δεν μπορώ να περιγράψω το όλωςδιόλου νέο αίστημα της τρυφερότητας που ξύπνησε μέσα μου με τους στοχασμούς αυτούς, που μου είναι αδύνατο να τους εκφράσω με λόγια.

Βυθισμένος εις αυτούς τους υστερινούς στοχασμούς, που τους ελόγιαζα βεβαίους, επικραινόμουν μεγάλως χάνοντας κάθε μου ελπίδα δι' αυτήν.

Και λέγοντας αυτά το Τελώνιον ευθύς έγινεν άφαντον. Ο ψαράς απεφάσισε να φυλλάξη την παραγγελίαν του Τελωνίου απαράλλακτα· και κινώντας προς την πολιτείαν έκαμε διαφόρους στοχασμούς εις όσα του συνέβησαν και φθάνοντας εις την πόλιν επήγε κατ' ευθείαν εις το παλάτι το βασιλικόν, διά να προσφέρη εις τον βασιλέα ως δώρον τα ψάρια του νέου κυνηγίου του.

Ποιος ξέρει με ποιους στοχασμούς έτρεχε κει γύρω ή ποιος ξέρει ακόμα αν το έννοιωθε πως έκανε κατιτί εμποδισμένο; Πήγαινε μιλώντας μόνος κι ο σκύλος τον ακολουθούσε κι όταν έφτασε στην πόρτα του φράχτη και τη βρήκε ανοιχτή, έπρεπε να βγη να ρίξη μια ματιά στον κόσμο, που τονέ μάγευε κει όξω.

Αφού έκαμε τους στοχασμούς τούτους, επιστρέψας εις την Σπάρτην, ανεκοίνωσεν όλην την υπόθεσιν εις τους Λακεδαιμονίους. Ούτοι δε, υπό πεπλασμένην κατηγορίαν, τον εδίκασαν και τον κατεδίκασαν εις εξορίαν. Μεταβάς εις την Τεγέαν, είπεν εις τον χαλκέα την συμφοράν του και εζήτει να ενοικιάση την αυλήν του, την οποίαν ούτος ελυπείτο να την δώση· νικήσας τέλος την αντίστασίν του, εγκατεστάθη εις αυτήν.

Ο Καλίφης έμεινε εκστατικός διά όσα ήκουσε, και καθώς είχε χρείαν να αναπαυθή, ανεχώρησεν από τον χαντζή και επήγε να κοιμηθή, γεμάτος από στοχασμούς.

Έπειτα ήρθανε τα πράματα εκεί όπου είταν πριν. Το πρόβλημα όμως που με βασάνιζε: «Τι να είναι, τι να έχηέμεινε χωρίς απάντηση. Ωστόσο είμουνα ησυχότερος, αιστανόμουνα μετάνοια για τους στοχασμούς μου και περίμενα κιόλας κάποια λύση. Έπειτα από δυο μέρες βρήκα απάνω στο τραπέζι μου το ακόλουθο γράμμα.

Ας μπορούσες μαζί με τους στοχασμούς των να πετάξης απάνω απ' την πεδιάδα! Ας μπορούσες να καταίβης μαζί τους σε καθαρό νεράκι, να σταθής μαζί τους σε μπαλκόνι με βασιλικά! Είνε πρωί τριανταφυλλένιο, είνε Κυριακή. Τούτα τα βουνά που ροδίζουν στην ανατολή κράτησε τα στα βάθη σου, φτωχή μου ψυχή.