Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 14 Μαΐου 2025
Αλλ' αν προτιμάς να κοιμάσαι, εγώ θα ησυχάσω και θα γείνω πιο άφωνος από τα ψάρια• όμως πρόσεξε μήπως εις τα όνειρα σου είσαι πλούσιος και όταν ξυπνήσης πεθάνης της πείνας. ΜΙΚ. Ω Ζευ θαυμαστέ και Ηρακλή αλεξίκακε, τι είνε αυτό που συμβαίνει; Σαν άνθρωπος ελάλησε ο πετεινός; ΠΕΤ. Παράδοξο σου φαίνεται ότι μιλώ σαν άνθρωπος; ΜΙΚ. Παράδοξο λέει; Κάποιο κακό θα μου συμβή και οι θεοί ας με σώσουν.
Όχι! ανεπήδα πολλάκις την νύκτα, εξυπνώσα την μητέρα της από χαράν. Όχι, δεν έπαθε κακόν ο Λαλεμήτρος. Το κακόν ακούεται αμέσως. Δεν έπαθε κακόν. Με αυτά τα όνειρα, η Θωμαή απεφάσισε να ταξειδεύση εις Πειραιά: — Να ησυχάσω, μάννα μου! Δεν μπορώ πλεια να περιμένω. Δεν υπάρχει μεγαλείτερο βάσανο από το να περιμένη κανένας. Σαν πάρω την απόφασιν, θα ησυχάσω. Ο χειμών ήδη παρήλθεν.
Όσο για μένα, αιστάνθηκα βέβαια και γω συγκίνηση, τόσο από τις ενθύμησες που μου ξυπνούσαν αυτά τα μέρη, όσο κι από την καταστροφή που έγινε κει. Μα ούτε σκέφτηκα διόλου να συνδέσω την ερήμωση αυτή με ό,τι μου είταν αγαπημένο και σημαντικό. Κ' έμεινα σαστισμένος εμπρός σ' αυτό το ξέσπασμα του πόνου. Δοκίμασα να το ησυχάσω με τα συνηθισμένα μέσα, που ησυχάζει ο άντρας το γυναίκιον πόνο. Με χάδια.
Τότε εγώ αποφασίζοντας να ησυχάσω εις την πατρίδα μου χωρίς να ταξειδεύσω πλέον και να λησμονήσω όλα τα φοβερά συμβάντα που μου ηκολούθησαν, ευθύς έκτισα ένα ευμορφότατον παλάτι, αγόρασα υποστατικά, αγόρασα σκλάβους και σκλάβες διά να περάσω την ζωήν μου με τρυφάς.
Τώρα, λέγε μου εσύ ό,τι θέλεις.. Σούρβα είναι σούρβα, το ξέρω. Και την τύχη την βλέπουν για την συνήθεια, όχι για την αλήθεια, κι' αυτό σωστό. Μα όταν θυμηθώ τους κούφιους εκείνους κρότους και ταις μακρυναίς τουφεκιαίς, που ύστερ' από λίγαις ημέραις άρχισαν ν' ακούγωνται τριγύρω στα χωριά, μου ξεσηκώνετ' η καρδιά μου, και δεν μπορώ να ησυχάσω.
Προσπαθούσα να ησυχάσω τον εαυτό μου με την τελευταία σκέψη, μα δεν το κατώρθωνα καλά. Και σιγά σιγά άρχισα να βλέπω τη ζωή της γυναικός μου μ' ένα νέο και διαφορετικό φως, με το φως που έμελλε να τη σκεπάση τέλος ολάκερη. Δεν μπορώ να περιγράψω το όλωςδιόλου νέο αίστημα της τρυφερότητας που ξύπνησε μέσα μου με τους στοχασμούς αυτούς, που μου είναι αδύνατο να τους εκφράσω με λόγια.
Λογαριάζω, Σταύρο, να σε πάρω στο εργοστάσιο πια. Βλέπεις ο πατέρας σου υποχωρεί πρώτος, απέναντι σου. Ήθελες πραχτικό επάγγελμα, λοιπόν σου το προσφέρω. Θέλω και γω κάπως να ησυχάσω από την αιώνια επιτήρηση και αγωνία. ΣΤΑΥΡΟΣ Αυτό είναι για μένα πατέρα, η μεγαλύτερη χαρά. Ελπίζω να σας κάμω να ξεχάσετε τα περασμένα. Και θα δήτε πόσο αφοσιωμένος θα είμαι στην εργασία.
— Ήθελες, τάχα, να σαβανώσης το κορίτσι. Και την ώρα που το σαβάνωνες, μαύρισε το χέρι σου . . . και πως έβαλες τάχα, το χέρι σου στη φωτιά, για να ξεμαυρίση. — Μπα! αλαφροΐσκιωτη! είπεν η γραία Χαδούλα . . . Κ' έκαμες κουτουράδα, κ' ήρθες, τέτοιαν ώρα . . . — Δεν μπορούσα να ησυχάσω, μάνα. — Και δεν σ' έννοιωσε το Κρινιώ, που έφυγες; — Όχι· κοιμάται.
Αλλά και να γυρίσω τόρα στο νησί, πάλι δεν θα ησυχάσω. Με κράζει η θάλασσα. Με το πρώτο ανάβλεμμα του ήλιου εφάνηκαν και οι τέσσερες φρεγάδες αντίκρυ στον Καβομαλιά. Πούθε έρχονταν; για πού επήγαιναν; ούτε άκουσε ούτ' έμαθε κανείς. Μα πρέπει να ήσαν βασιλικές φρεγάδες. Και οι τέσσερες, σου λέγει, το ίδιο είχαν χτίσιμο· χυτές πρύμη — πλώρη. Και είχαν τις αρματωσές τους, βασιλικές κ' εκείνες.
Δεν μπορώ να λησμονήσω την αγωνία, που με κυρίεψε τον καιρό αυτό. Η αγωνία μου ερχότανε τη νύχτα, όταν καθόμουνα μόνος μπρος στο τραπέζι μου. Με ακολουθούσε, σαν πήγαινα να ησυχάσω, και κάθιζε στην άκρη του κρεβατιού μέσα στο σκότος, εκεί που έμενα άγρυπνος κι ακροαζόμουνα την αναπνοή της γυναικός μου για να βεβαιωθώ πως κοιμάται. Μια σιωπή, παράξενη σιωπή βασίλευε αναμεταξύ μας τον καιρό αυτό.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν