United States or Jersey ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ανάγκη δε, ως και εις τας τέχνας, τα νεώτερα μέσα να επικρατούν των παλαιών· και, ενόσω μεν ησυχάζει η πόλις, οι αμετάβλητοι θεσμοί είναι άριστοι, όταν δε αναγκασθή αύτη να επιχειρήση πολλά, είναι ανάγκη να καταφύγη εις πολλάς καινοτομίας. Τούτου δε ένεκα η πολιτική των Αθηναίων, ένεκα των πολλών καινοτομιών, είναι πολύ πλέον νεωτεριστική της ιδικής σας.

Όχι, εφώναξε με μανία ο Στέφανος. Τα σκοτεινά δε μ' αρέσουνε· το σπίτι πρέπει ν' ανοίξη. Και με όλη του τη δύναμι πέφτει απάνω στον ένα σύντροφο, τον ρίχτει κάτω, αναποδογυρίζει το σοφρά με τα φαγιά και τα κρασιά και κινά, τρικλίζοντας, κατά το μέρος που ήταν οι γυναίκες. Ο γέρω Μαρούπας τρέχει τότε και τον αρπάζει από τη μέση και με πολλά παρακάλια και μάτια μου και φως μου, τον ησυχάζει λίγο.

Ο Λαδορρούφης αποκεί που λαβομένος στέκει, Δεν ησυχάζει ζωντανός να μένη αργός παρέκει· 450 Στη δυνατή παλάμη του ζυγιάζει το κοντάρι· Το ρίχνει θανατόνοντας στον τόπο το Νοτιάρη. Σαν το δοκήθη ο Λαχανάς λιγόστεψε η ψυχή του, Και μες τη λίμνη απήδησε να γλύση τη ζωή του.

Γυιέ της Λητούς προφητικέ! ποιά προφητεία από το στόμα σου ετραγουδήθη; πως το παιδί ετράφη στο ναό σου, και από ποιά γυναίκα εγεννήθη; Γιατί αυτό το μάντεμα σου όλο δεν με ησυχάζει• κάποιον θάχη δόλο• φοβάμαι απ' αυτό, καμμιά φορά μεγάλη μη μας εύρη συφορά. Είνε ο λόγος του θεού παράξενος και παράξενη μου δίνει σκέψι• είν'από ξένη το παιδί αυτό γενηά, — ποιός τάχα τούτο δεν θα το πιστέψη;

Όσο για μένα, αιστάνθηκα βέβαια και γω συγκίνηση, τόσο από τις ενθύμησες που μου ξυπνούσαν αυτά τα μέρη, όσο κι από την καταστροφή που έγινε κει. Μα ούτε σκέφτηκα διόλου να συνδέσω την ερήμωση αυτή με ό,τι μου είταν αγαπημένο και σημαντικό. Κ' έμεινα σαστισμένος εμπρός σ' αυτό το ξέσπασμα του πόνου. Δοκίμασα να το ησυχάσω με τα συνηθισμένα μέσα, που ησυχάζει ο άντρας το γυναίκιον πόνο. Με χάδια.

'Στο σκοτάδι έρως μας καλεί, ουρανός και γη κρυφά φιλιούνται, κι' αν πεθαίνουν τώρα πιο πολλοί, μα και πόσοι τώρα δεν γεννειούνται! Παύει και ο κόπος κι' η δουλειά, παύουν τόσαι σκέψεις και φροντίδες, πού και πού γαυγίζουν τα σκυλιά, δεν ακούς βοή κι' εφημερίδες. Ησυχάζει τόνα κι' άλλο κόμμα, φλύαρος κανένας δεν 'μιλεί, ο Μορφεύς βουβαίνει κάθε στόμα δεν συνεδριάζει κι' η βουλή.

Μα γρήγορααργά θα λυώσουν μιαν ημέρα τα χιόνια στα βουνά, θα κατεβάση το ρέμα κλωθογύριστο και θα συνεπάρη στον θυμό του και τη φτελιά τη γειτόνισσα. Τι σου φταίη ο πόταμος; Έτσι φροντίζει να δικαιολογηθή στην ταραγμένη συνείδησί του ο καπετάν Λαχτάρας. Μα δεν την ησυχάζει καθόλου. Δεν την ησυχάζει γιατί και ο Τρακάδας δεν ησυχάζει στον τάφο του.

Δουλεύει, κι όλο δουλεύει ο νους του Ρωμιού, όσο και να τονε βαραίν' η σκλαβιά· όσο μάλιστα τονε βαραίνει, άλλο τόσο δουλεύει. Στιγμή δεν ησυχάζει. Όλο σχεδιάζει, όλο σκαρώνει. Έχει, παραδείγματος χάρη, γείτονά του ο πατριώτης κάποιο Χαφούς Εφέντη.

Οι ανέμοι καταλάγιασαν, ησύχασε κι ο πόντος, ο πόθος μέσ' στα στήθια μου ποτέ δεν ησυχάζει, μα καίω και φλέγομαι γι' αυτόν, που μ' έκανε τη μαύρη, αντί γυναίκα του σωστή, γυναίκα ντροπιασμένη. Φέρε τον, σουσουράδα μου, τον άντρα μου στο σπίτι.

Εκείνην δε την νύκτα ο βασιλεύς κράζει τον βεζύρην εις την σκηνήν του και του παραγγέλλει μυστικά να προσμείνη εκεί με όλην την παράταξιν, έως που να γυρίση αυτός οπίσω· διότι δεν ησυχάζει το πνεύμα μου, έως που να μάθω την αιτίαν του φαινομένου· έτσι λέγει του βεζύρη.