United States or United States Minor Outlying Islands ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ω! σπαθιά, φωτιά!...Σας έχει πληρωμένους! Διεφθαρμένε δικαστά, πώς άφησες να φύγη; ΕΔΓΑΡ Να ευλογήσουν οι θεοί τας πέντε σου αισθήσεις! ΚΕΝΤ Ω θλίψις! Κ' η υπομονή, αυθέντα μου, πού είναι, που εσυχνοκαυχήθηκες ποτέ να μη την χάσης; ΛΗΡ Να τα σκυλάκια! τα σκυλιά! Ιδέ τα, πώς γαυγίζουν! ΕΔΓΑΡ Τώρα να τα δώση κατακεφαλιαίς ο τρελλός. Έξω απ' εδώ, βρωμόσκυλα Εμπρός! δρόμον!

Είδεν εις την άκραν της στενωπού την ερυθράν ανταύγειαν του φαναριού, αλλά συγχρόνως ήκουσε και τας υλακάς του κυνός κάτω από του χειμαδιού. Και, πράγμα παράδοξον! μετά τόσον τρόμον έβαλεν ο παις κραυγήν γέλωτος ομιλών συγχρόνως: — Αμ το 'ξερα 'γώ! Τα σκυλιά άμα μυρισθούν σκαλικάντζαρο, ζαρώνουν. Ούτε γαυγίζουν διόλου. Και ιδών την ερχομένην κατ' ευθείαν γραίαν: — Νά! εφώναξε.

Ουδ' είναι ανάγκη ν' ανατρέχωμεν προς απόδειξιν της ανταποδόσεως ταύτης εις άλλους καιρούς και τόπους, αφού οικείον και πρόσφατον έχομε το παράδειγμα του γιγαντιαίου εκείνου λευκού γάτου του αιδίμου Κουμουνδούρου όστις, αν και ήτο η εποχή των ερώτων, ουδ' επί στιγμήν απεμακρύνθη του προσκεφαλαίου του κατά την πολιήμερον προς τον θάνατον πάλην, και έπειτα επήγε ν' αποθάνη κ' εκείνος εκ της λύπης εις μίαν γωνίαν, και οι σκύλοι του μακαρίτου εξηκολούθουν να τρώγουν, να πίνουν και να γαυγίζουν και θερμότατοι φίλοι του μετέβαινον να προσκυνήσωσι τον κ.

Τους Ρώσσους, μου απήντησεν, θα τους εμποδίση η Ευρώπη να μας φάγουν, τους δε Έλληνας ουδέ καν τους συλλογίζεται ο Σουλτάνος. — Και διατί; παρακαλώ. — Διότι κανείς δε φοβείται τους σκύλους, οι οποίοι αιωνίως γαυγίζουν χωρίς ποτέ να δαγκάσουν. Αν και ήτο κάπως δύσκολον να εύρω ότι ο άνθρωπος είχεν άδικον, η πατριωτική εν τούτοις φιλοτιμία μου μού επέβαλλε να του απαντήσω.

Έφ' όσον δεν πρόκειται περί αργύρου ή χρυσού είνε φίλοι• εάν δε κανείς και μόνον οβολόν επιδείξη, η ειρήνη παύει, αι συνθήκαι ακυρούνται, τα βιβλία εξαφανίζονται και η αρετή φεύγει. Συμβαίνει εις αυτούς ό,τι και εις τους σκύλους• όταν εις το μέσον αυτών ριφθή κόκαλον αναπηδούν και αλληλοδαγκώνονται και όλοι γαυγίζουν εκείνον ο οποίος επρόλαβε και ήρπασε το κόκαλον.

Γιατί γαυγίζουν τα σκυλλιά «γκάβου, γκάβου, γκάβου»; Ποιος είν' ο ξένος που φέρνει γύρα το χωριό τη νύχτα «γκρουπ.. γκρουπ.. γκρουπ» καβάλλα στο μουλάρι, πώχει το κυπρί που λαλάει γλυκά-γλυκά «τριγκ... τριγκ... τριγκκκ»;

'Στο σκοτάδι έρως μας καλεί, ουρανός και γη κρυφά φιλιούνται, κι' αν πεθαίνουν τώρα πιο πολλοί, μα και πόσοι τώρα δεν γεννειούνται! Παύει και ο κόπος κι' η δουλειά, παύουν τόσαι σκέψεις και φροντίδες, πού και πού γαυγίζουν τα σκυλιά, δεν ακούς βοή κι' εφημερίδες. Ησυχάζει τόνα κι' άλλο κόμμα, φλύαρος κανένας δεν 'μιλεί, ο Μορφεύς βουβαίνει κάθε στόμα δεν συνεδριάζει κι' η βουλή.

Άνθρωπος είμαι, άνθρωπος, και την ζωήν μου σύρω μ' ολίγα ψευτοδάκρυα, μ' ολίγα ψευτογέλοια, κι' άμα κυττάζω 'στά 'ψηλά και χαμηλά και γύρω όλα παντού μου φαίνονται τρελλού παππά Βαγγέλια. Άνθρωπος είμαι, άνθρωπος με χέρια και με πόδια, σκυλιά γαυγίζουν 'πίσω μου, με κουτουλούν οι τράγοι, τρώγω την γην, που του ζευγά την αυλακόνουν βώδια, πριν λαίμαργα την σάρκα μου εκείνη καταφάγη.

Ο Βασιληάς ακούει, σηκώνεται και πολλή ώρα μένει ακίνητος. Επί τέλους ορμάει κατά τη Βασίλισσα και την πιάνει από το χέρι. Κείνη φωνάζει: — Έλεος, Μεγαλειότατε, καλλίτερα να καώ, καλλίτερα να καώ!» Ο Βασιληάς την παραδίνει. Ο Ύβαινος την παίρνει κι' οι εκατό λεπροί αναδεύουνε γύρω της. Ακούγοντάς τους να φωνάζουν και να γαυγίζουν γύρω της, όλες η καρδιές λυώνουν από οίκτο.