United States or Ghana ? Vote for the TOP Country of the Week !


Από τούτο λοιπόν συμπεράνετε, ότι όταν η γυναίκα αποφασίση ένα σκοπόν της είνε αδύνατον ο άνδρας της να την εμποδίση διά να το τελειώση. Τέτοια ομιλώντας τους τούς έκαμε νεύμα να φύγουν γρήγορα απ' εκεί, προτού να εξυπνήση το Τελώνιον.

Λυώνει η καρδιά του από την τρυφερότητα, κι' απαντά γλυκά, με αγάπη: «Μην κλαις άλλο, ωραίε σύντροφε, θα κάνω το θέλημά σου. Φίλε, για την αγάπη σου θα πήγαινα βέβαια να σκοτωθώ. Καμμιά συφορά, καμμιά αγωνία δε θα μ' εμποδίση να κάνω ό,τι μπορώ. Πέστε ό,τι θέλετε να μηνύσω στη Βασίλισσα, κι' ετοιμάζομαι!» Ο Τριστάνος απάντησε: «Φίλε, ευχαριστώ. Λοιπόν, άκουσε την παράκλησί μου.

Όταν είμουνα στην ακμή της ευτυχίας μου και ζούσα για σε και για τα παιδιά και για καθετίς που είταν ωραίο, και τότε το ήξερα πάντα πως θαρθή μια μέρα, που έπρεπε να τα χωριστώ όλα και πως τίποτε δε θα μπορούσε να μ' εμποδίση σ' αυτό. Ήξερα πως θα το ήθελα και δε θα το ήθελα, θα το πιθυμούσα και δε θα το πιθυμούσα κι όμως θα πήγαινα στο σκότος, όπου ανήκω.

Στερηθείς ο Κροίσος του υιού του, διήλθε δύο έτη εις πένθος μέγα. Μετά την παρέλευσιν του χρόνου τούτου η μοναρχία του Αστυάγους, υιού του Κυαξάρου, κατεστράφη υπό του Κύρου, υιού του Καμβύσου, και η δύναμις των Περσών έλαβε μεγάλην ανάπτυξιν. Τότε ο Κροίσος κατέστειλε το πένθος του και ήρχισε να εξετάζη εάν ήτο δυνατόν να εμποδίση την υπερβολικήν ανάπτυξιν των Περσών.

Βλέπων και ο Καραϊσκάκης αφ' ενός μέρους την δυσαρέσκειαν του στρατεύματος, αφ' ετέρου δε ότι δεν εδύνατο να εμποδίση την εις το στρατόπεδον του Κιουταχή μετακόμισιν των τροφών, απεφάσισε να μεταβή πάλιν πλησίον εις το πολιορκούν το Μεσολόγγι στρατόπεδον, όπου ημπορούσε να λαμβάνη τροφάς από τας πέριξ επαρχίας.

Εδούλευε να 'βγάλη το ψωμί του. 'Στά ύστερα όλα του τα κέρδη τα εξώδευσετους ιατρούς. Είδε κι' αποείδε, εγύρισετην πατρίδα εδώ κ' ένας χρόνος. Έβλεπε ακόμη πότε είνε μέρα και πότε νύκτα. Τώρα τρεις μήνες δεν βλέπει τίποτε. Όλα μαύρα, λέγει. — Μαύρα, μαύρα, υπέλαβεν ο γέρων με την πένθιμον φωνήν του. Η γραία έθλιψε τα βλέφαρα με τα δάκτυλά της διά να εμποδίση έν δάκρυ έτοιμον να ρεύση.

Και ο συνετός Τηλέμαχος απάντησέ της κ' είπε· «Άλλος, μητέρα μ', Αχαιός την δύναμι δεν έχει, 'πώχω να δώσω ή ν' αρνηθώ το τόξοόποιον θέλω. 345 όχι, ούδ' όσ' είναι της σκληρής Ιθάκης ή των νήσων προς την αλογοβόσκητην την Ήλιδα ηγεμόνες, αυτών δεν δύναται κανείς να μ' εμποδίση, αν θέλω, το τόξο και μονόφορα του ξένου να χαρίσω. αλλ' άμε σπίτι, έχε τον νουτα έργα τα δικά σου, 350 την αλακάτη, τ' αργαλειό, και πρόσταξε ταις κόραις να εργάζωνται, και άφησ' εδώ του τόξου την φροντίδατους άνδραις κ' έξοχαεμέ 'που 'μαιτο σπίτι κύριος».

Η επίλοιπος στρατιά διηρέθη εις δύο σώματα· και το μεν πρώτον, υπό τας διαταγάς του ενός εκ των δύο στρατηγών, επροχώρησε προς την πόλιν, διά να εμποδίση την έξοδον των πολιορκουμένων· το δε άλλο, μετά του ετέρου στρατηγού, μετέβη εις το παρά την πυλίδα διασταύρωμα, κατά του οποίου επιτεθέντες οι τριακόσιοι το εκυρίευσαν, διότι το εγκατέλειψαν οι φύλακες και κατέφυγαν εις το περί τον Τεμενίτην περιτείχισμα.

Ηξεύρετε ότι δεν είναι αδύνατον να διέλθωμεν διά των φυλάκων· αφ' ενός μεν, είτε εκ φόβου, είτε εκ σεβασμού, κανείς δεν θα τολμήση να εμποδίση ανθρώπους του βαθμού μας· αφ' ετέρου δε έχω εγώ πρόφασίν τινα λίαν εύλογον διά να εισέλθωμεν εις το ανάκτορον· θα είπω ότι ταύτην την στιγμήν έφθασα εκ της Περσίας και ότι επιθυμώ να αναφέρω τι εις τον βασιλέα εκ μέρους του πατρός μου.

Αυτός ο βασιλεύς αντίς να εμποδίση την θυγατέρα του εις το να βγαίνη να την βλέπη ο λαός, φαίνεται να λαμβάνη μίαν βάρβαρον ηδονήν από των δυστυχιών, που από αυτήν προξενούνται, και κενοδοξείται που έκαμε να γεννηθή ένα πλάσμα τόσον ζημιώδες.