Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 11 Μαΐου 2025
Ε, δεν είναι έτσι; Ευθύφρων. Μάλιστα. Σωκράτης Έλα λοιπόν, φίλε μου Ευθύφρον, εξήγησον αυτό και εις εμένα και δίδαξόν με, διά να γείνω πλέον σοφός από ό,τι είμαι, ποία είναι η απόδειξίς σου ότι όλοι οι θεοί πιστεύουν ότι αδίκως εφονεύθη εκείνος ο δούλος σας, ο οποίος, ενώ εδούλευε με το ημερομίσθιον εις τα κτήματά σας, διέπραξε φόνον και έπειτα ερρίφθη σιδηροδέσμιος εις τον λάκκον από τον αυθέντην του φονευθέντος, τον πατέρα σου, και απέθανε, πριν προφθάση εκείνος που τον έβαλεν εις τα σίδερα, ο πατέρας σου, να λάβη από τας Αθήνας την περιμενομένην απάντησιν από τους εξηγητάς τι έπρεπε να πράξη διά τον φονέα.
Εμίσευσα λοιπόν από το Αστραχάν με τους ανθρώπους που μου εδιώρισεν ο πατέρας μου· ανάμεσα εις αυτούς που με εδούλευε διά λαλάς· ο οποίος κατά πολλά με αγαπούσε, και ωνομάζετο Χασάν.
Έπειτα σαν εδούλευε στο χτήμα του Χαγάνου ή στο χτήμα του Θεομίσητου δεν ένοιωθε κούραση· ήταν όλος χαρά και τραγούδι· νόμιζε πως καλλιεργούσε τον τόπο του· πως τ' αποδοσίδια της η γη τάκανε για δαύτον. — Μα δεν ξέρεις τι χώμα! έλεγε το βράδυ στην Ελπίδα· μάλαμα — καθάριο μάλαμα. Και να τόχουν εκείνοι οι ακαμάτες!..
Αλλά η σάλπιγξ δυο φοραίς εσήμανε, και τότε έφυγα και τον άφησα ωσάν νεκρόν. ΔΟΥΞ ΑΛΒ. Ποιος ήτο; ΕΔΓΑΡ Ήτον ο Κεντ, ο δυστυχής εξόριστος, αυθέντα! Αγνώριστος τα βήματα του Ληρ ακολουθούσε και τον εδούλευε πιστά χειρότερ' από σκλάβος! ΑΞΙΩΜ. Βοήθεια! Βοήθεια! ΕΔΓΑΡ Τι θέλεις; ΔΟΥΞ ΑΛΒ. Τι συνέβη; ΕΔΓΑΡ Τι είν' η μάχαιρα αυτή η αιματοβαμμένη; ΑΞΙΩΜ. Αχνίζει! Είν' ολόζεστη!
Αν δεν εδούλευε το πανάκι εδούλευαν όμως τα κουπιά. Οι πλέον ανυπόμονοι καπετάνιοι έβαλαν τις βάρκες να σύρουν ρυμούλκιο. Οι άλλοι έκαναν βίζιτες. Ποιος είχε να χαιρετήση αδερφό, ποιος πατέρα, ποιος συγγενείς, φίλους, πατριώτες. Πολλοί να ξεκαθαρίσουν παλαιούς λογαριασμούς· άλλοι να τελειώσουν συμπεθεριά· άλλοι να μιλήσουν για τα οικογενειακά τους. Τα έχει αυτά η θάλασσα.
Τότε του εκόλλησεν είς φοβερός αλήτης, ο Μαλακίας λεγόμενος, όστις εξεμεταλλεύθη την αδυναμίαν του αυτήν, και του υπεδείκνυεν αμυθήτους θησαυρούς, εις διαφόρους αιγιαλούς, εις πολλάς ακτάς, και άλλας τοποθεσίας. Toν επήρε σύντροφον εις την «Επτάλοφον», αλλ' αυτός εις ολίγον καιρόν του έγεινεν αφέντης. Ο Γιαννιός εδούλευε δι' αυτόν.
Όταν έβγαινα έξω, εκαθόμουν σε αμάξι με λευκά άλογα, μισοξαπλωμένος και όλοι μ' εκύταζαν και μ' εζήλευαν. Εφορούσα τα φορέματα του Ευκράτους και δακτυλίδια μεγάλα πάνω από δεκαπέντε και διέταξα να ετοιμασθή λαμπρό γεύμα για να υποδεχθώ τους φίλους μου. Αυτοί, όπως γίνεται στα όνειρα, ήλθαν, το γεύμα ήρχισε και το ποτήρι εδούλευε.
Εδούλευε να 'βγάλη το ψωμί του. 'Στά ύστερα όλα του τα κέρδη τα εξώδευσε 'ς τους ιατρούς. Είδε κι' αποείδε, εγύρισε 'ς την πατρίδα εδώ κ' ένας χρόνος. Έβλεπε ακόμη πότε είνε μέρα και πότε νύκτα. Τώρα τρεις μήνες δεν βλέπει τίποτε. Όλα μαύρα, λέγει. — Μαύρα, μαύρα, υπέλαβεν ο γέρων με την πένθιμον φωνήν του. Η γραία έθλιψε τα βλέφαρα με τα δάκτυλά της διά να εμποδίση έν δάκρυ έτοιμον να ρεύση.
— Μακάρι, άξιος ο μισθός σας, είπε και η θειά τ' Αρετώ. Ο Αγκούτσας δεν ήτο ιδιοκτήτης ποιμνίων, ούτε γεωργός, ούτε καν βοσκός, ούτε οικίαν είχε, ούτε φαμιλιάν. Ήτο πλάνης, άστεγος. Πότε εδούλευε με ημεροκάματον σιμά εις τους κολλήγους, τους καλλιεργητάς, πότε έμβαινε παραγυιός εις τους βοσκούς, διά να φυλάγη τας αίγας.
Εικοσαετής είχε κληρονομήσει παρά του πατρός του μικρόν καραβάκι χρεωμένον, επλοιάρχει υπέρ τα είκοσιν έτη, και είχε κατορθώσει εν τω μεταξύ όλα τα θαύματα αυτά! Ήτο γίγας σωματικώς και καρδιακώς. Εδούλευε διά πέντε ανθρώπους, κ' έτρωγε κ' έπινε δι' άλλους τόσους.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν