United States or North Korea ? Vote for the TOP Country of the Week !


ΟΣΡΙΚΟΣ Εννοώ, Κύριε, εις το όπλο του· όλος ο κόσμος ομο- λογεί ότι εις αυτό είναι ασύγκριτος. ΑΜΛΕΤΟΣ Ποίο είναι το όπλο του; ΟΣΡΙΚΟΣ Το ξίφος και η μάχαιρα. ΑΜΛΕΤΟΣ Έως τώρα έχομε δύο όπλα του· αλλά ας ήναι.

Εκτός τούτου το μέρος όπου είχε πέσει η αιματωμένη μάχαιρα, ευρίσκετο την στιγμήν ταύτην εις την σκιάν, όπισθεν της μονοφύλλου θύρας, ανοικτής κατά τα δύο τρίτα, και φθανούσης μέχρι του τοίχου, ώστε οι δύο άνδρες δεν είδον τας κηλίδας τας ερυθράς. — Γιατί είχες βάλει μία φωνή; επέμενεν ο πρώτος χωροφύλαξ. — Είχα πόνον και ζάλη, είπεν η Αμέρσα.

Όσοι των Περσών δεν εφονεύθησαν, ηχμαλωτίσθησαν. Πάντες, εκτός μόνον σχεδόν του Σαρβαραζά, κατεστράφησαν. Και τούτου δε τα όπλα, η χρυσή ασπίς, η μάχαιρα και το δόρυ και η χρυσή ζώνη, η αστράπτουσα εκ λίθων πολυτίμων, και τα υποδήματα έγιναν λεία των νικητών.

Εγίνοντο ούτοι από ημέρας εις ημέραν απειλητικώτεροι και εκ των απειλών μετέβαινον εις την πράξιν. Η χειρ έπιπτε συχνάκις επί της μαχαίρας, και ήρχιζεν η μάχαιρα να εξέρχηται ευκόλως της θήκης, πολλοί δε αθώοι επληγώθησαν καί τινες εθανατώθησαν εις τας οδούς της Σμύρνης. Αλλά ταύτα ήσαν αι απαρχαί της θυσίας.

Αίφνης ο Επαφρόδιτος του εβίασε την χείρα και η μάχαιρα εισήλθε μέχρι της λαβής. Οι οφθαλμοί του εξήλθον των κογχών, φρικώδεις, παμμέγιστοι, πλήρεις τρόμου. — Σου φέρω την χάριν, σου χαρίζουν την ζωήν! έκραξεν ο εκατόνταρχος. — Πολύ αργά! ερρόγχασεν εκείνος. Και προσέθηκεν: — Α! πίστις! . . . . Εν ακαρεί ο θάνατος εσκότισε την κεφαλήν του.

Αυτός είχεν ευρεθή «εις βρασμόν ψυχής». Απεδείχθη μάλιστα ότι η μάχαιρα ήτον «του παθών». Ίσως να είχεν αποσπάσει, αλλά δεν ενθυμείτο πώς, την μάχαιραν από την μέσην του θύματος. Αυτός επίστευεν ότι του την είχεν αρπάσει μάλλον από την χείρα. Είτα και πάλιν επανήρχετο εις τα βάσανά του, όσα υπέφερε δύο μήνας τώρα, εις τας φυλακάς.

Είπε και δίστομ' έσυρε χαλκόβαπτο μαχαίρι και με κραυγήν τρομακτικήν επάνω του επετάχθη· 80 και, 'ς την στιγμή 'που χύθ' αυτός, ο θείος Οδυσσέαςτο στήθος βέλος του 'ριξεν εις το βυζί πλησίον, και μες το σκότι πέρασε τ' ορμητικόν ακόντι. την μάχαιρα απόλυσε κ' έπεσε κυρτωμένος τρικλίζονταςτην τράπεζα, και τα φαγιά κ' η κούπα 85 χάμαι σκορπίσαν· εις την γη το μέτωπό του εκτύπα, οδύνην είχετην ψυχή κ' έσπρωχνε το θρονί του με τα δυο πόδια, και άπλωσετα μάτια του μαυρίλα.

Εσείς του Φόνου όργανα, όπου και αν πλανάσθε κι' αόρατα συντρέχετε 'ς ό,τι κακόν κι' αν γείνη, ελάτε, κάμετε χολήν το γάλα των μαστών μου! Έλα και συ, Νύκτα βαθειά, σκεπάσου με του Άδου τον σκοτεινότερον καπνόν, ώστε η μάχαιρά μου να μην ιδή την μαχαιριά, και ούτε απ' επάνω να ημπορή ο Ουρανός να με παραμονεύση 'πίσ' απ' τον πέπλον της νυκτός και να φωνάξη: Στάσου!

Αλλά η σάλπιγξ δυο φοραίς εσήμανε, και τότε έφυγα και τον άφησα ωσάν νεκρόν. ΔΟΥΞ ΑΛΒ. Ποιος ήτο; ΕΔΓΑΡ Ήτον ο Κεντ, ο δυστυχής εξόριστος, αυθέντα! Αγνώριστος τα βήματα του Ληρ ακολουθούσε και τον εδούλευε πιστά χειρότερ' από σκλάβος! ΑΞΙΩΜ. Βοήθεια! Βοήθεια! ΕΔΓΑΡ Τι θέλεις; ΔΟΥΞ ΑΛΒ. Τι συνέβη; ΕΔΓΑΡ Τι είν' η μάχαιρα αυτή η αιματοβαμμένη; ΑΞΙΩΜ. Αχνίζει! Είν' ολόζεστη!

Εκείνη τη στιγμή η γυναίκα έλεγε στον παρακοιμώμενό της: — Σήκου, παιδί μου, γιατ' έφεξε... Έβλεπα στον ύπνο μου, πως ήρθε ο πατέρας μου από την Ξενιτειά... Ακούοντας αυτά τα λόγια ο Ξενιτεμένος μας, πετάει τη μαχαίρα πέρα, και ρίχνεται απάνω στο παιδί του σα ζουρλός, λέγοντας: — Αλήθεια είταν τ' όνειρο σου! Ήρθε ο πατέρας σου από τη Ξενιτειά! Είμαι εγώ!