United States or Vanuatu ? Vote for the TOP Country of the Week !


Κοιμάται κ' η σκούνα, τυλιγμένη μέσα εις αεροειδή πέπλον. Κι' αν εξυπνήση η θάλασσα μια φορά! Κι' αν εξυπνήση κ' η σκούνα μια φορά! — Ν' αρμένιζα μαζί της! Με τα πανιά! Το γνήσιον, το αληθές, το καθ' αυτό ταξείδι. Με τα πανιά! Άρρητος ο πλους, αχόρταστος η απόλαυσις, τρυφερά η συγκίνησις. Με τα πανιά!

Χειρ άγνωστος ήπλωσε περί ημάς καταγάλανον αερώδη πέπλον, όστις ελαφρά- ελαφρά μας επεκάλυψε μετ' ολίγον ως νυξ. Κ' εχάσαμεν πλέον τους χρυσούς λοφίσκους του Άη-Στράτη με τα κλιμακωτά αγρίδια του και της εύμορφαις ακρογιαλιαίς του. Το παν εβυθίσθη μετ' ολίγον εις σκοτίαν. Σκοτίαν που την αισθάνεσαι γύρω σου συνθλίβουσάν σε ως οι όχλοι τον Κύριον.

Η Βεάτη παρεκάλει τον ουρανόν, ή εν ελλείψει αυτού την γην και τας υποχθονίους θεότητας, να τυφλώσωσι τα όμματα της Σιξτίνης, να αναπετάσωσι πυκνόν πέπλον προ των οφθαλμών αυτής, όπως μη δυνηθή να την ίδη. Ευτυχώς θαύμα συνέβη. Η Σιξτίνα εστράφη μεν, αλλ' ουδέν είδεν.

Μία ακτίς θερμή, ερχομένη μακράν, από το φλεγόμενον πέλαγος, διέσχιζε την πυκνήν φυλλάδα και τον κισσόν τον περισκέποντα το άσυλον της ταλαιπώρου γραίας, και έκαμνε να στίλβη ως πλήθος μαργαριτών η δρόσος η πρωινή, η βρέχουσα τον πλούσιον σμαράγδινον πέπλον, κ' εφυγάδευεν όλον το ρίγος της υγρασίας, και όλον το κρύος του φόβου του πελιδνού, φέρουσα πρόσκαιρον ελπίδα και θάλπος.

Μία μεγάλη εικών κρεμαμένη εκεί, παριστώσα ως νύμφην την νεαράν σύζυγόν του, λευκήν, ως κρίνον, με τον πέπλον του γάμου, ως ουρανίου αγγέλου καλλινεφές περιβόλαιον, πρασινογάλαζος και αυτή τω εφάνη ως εάν ήτο κάτω εις τον σαπφείρινον του πόντου πυθμένα, κάτωτα βαθειά, κόρη του Νηρέως ή του Τρίτωνος, οπού τον εκύτταζε μ' ένα γέλοιο, σαν να τον επερίπαιζεν. Ετρόμαξεν.

Η ψυχή του και η καρδία του ήσαν αλλού και εις τον κόσμον τίποτε άλλο δι' αυτόν δεν υπήρχεν ειμή η αγνή Λίγεια. Την απώθησε και της είπε: — Όποια και αν είσαι, αγαπώ άλλην και δεν σε θέλω. Αλλ' εκείνη κλίνουσα προς αυτόν την κεφαλήν είπε: — Σήκωσε τον πέπλον μου . . .

Και πλησίον της ο Βινίκιος μεθυσμένος, της έλεγεν: «Ευθύς ως σε είδα εις την οικίαν του Αούλου πλησίον της κρήνης, πάραυτα σε ηγάπησα. Ήτο πρωία, επίστευες ότι κανείς δεν σε έβλεπε και σε έβλεπα εγώ! . . . Και όπως σε είδα, ούτω σε βλέπω πάντοτε, με όλον τον πέπλον τούτον, όστις σε κρύπτει. Ιδέ! θεοί και άνθρωποι διψώσιν έρωτα. Δεν υπάρχει τίποτε, τίποτε, ειμή ο έρως εις τον κόσμον

Ύπαγε και ειπέ εις εκείνους, ότι εις μάτην θ' αγωνίζωνται· δεν είνε προωρισμένη η ασθενής χειρ των ίν' ανεγείρη τον μέγαν πέπλον, και ο άνθρωπος ν' απογυμνώση του μυστηρίου του ένα θεόν!. . .

Ηκούσθη ότι γίνονται φυλακισμοί και δημεύσεις και σφαγαί εις Κωνσταντινούπολη, ότι πολλοί εκ των προκρίτων του γένους απεκεφαλίσθησαν. Την Κυριακήν του Πάσχα, εμάθομεν ότι εθανατώθη και ο μέγας Διερμηνεύς, ο Μουρούζης, ο δε τρόμος των αλλεπαλλήλων τούτων ακουσμάτων επέρριπτε πέπλον πένθους εις τα ευφρόσυνα της Αναστάσεως τροπάρια. Μετ' ολίγας ημέρας διεδόθη φοβερά και καταπληκτική αγγελία.

Παρθένος μία περικαλλής φέρουσα ποδήρη χιτώνα ως ιερατικόν στιχάριον, σκεπασμένη δε την λυτήν κόμην της με πέπλον φαεινόν και αιγλήεντα, ως αραχνοΰφαντον βασιλικήν καλύπτραν, ιέρεια, θαρρείς, της αρχαιότητος, προέβη προς τας αγίας εικόνας ελαφρά και ταχεία ως άνεμος, χωρίς να πατή εις την γην. Εκεί σταθείσα, έκαμε σχήματα προσκυνήσεως. Ο ιερεύς έμεινεν άναυδος. Ο μπάρμπα-Γιωργός έτρεμεν ως φύλλον.