United States or Saint Lucia ? Vote for the TOP Country of the Week !


Τοιούτον όρος εφύτευε προ των ποδών του ταλαίπωρου Γύφτου ο μεγαλορρήμων εκείνος άνθρωπος. Ο δυστυχής Γύφτος δεν ηδύνατο ν' αναρριχηθή επ' αυτού. Μετ' ολίγας στιγμάς ο ξένος είχε πραϋνθή και ταπεινώσας τον τόνον ήρχισε να λέγη·Δεν πειράζει, φίλε μου, αν δεν εννοής. Επειτα είνε και περιττόν να εννοήσης. Αρκεί να συνεννοηθώμεν εις όσον το κατά σε. Ο Γύφτος εθεώρει ατενώς.

Ο Παύλος ανέβλεψε προς τον ουρανόν και προσηυχήθη: — Κύριε, έλεγεν, επίβλεψον επί του ταλαιπώρου τούτου. Αλλ' εις τους πόδας του αίφνης μία οιμώζουσα επίκλησις ηκούσθη: — Ναι, Κύριε Ιησού Χριστέ! . . . συγχώρησέ με!

Πώς από σας καμμία Δεν τρέχει τώρα; πώς 'Κεί μέσα εις τα πλεόμενα Δεν ρίχνεσθε καράβια Των πολεμίων; Πώς, πώς της ταλαιπώρου Πατρίδος δεν πασχίζετε Να σώσητε τον στέφανον Από τα χέρια ανόσια. Ληστών τοσούτων; Είνε πολλά τα πλήθη των Και φοβερά εις την όψιν, Αλλ' ένας Έλλην δύναται Ένας άνδρας γενναίος Να τα σκορπίση.

Εις στιγμήν τοιαύτης εξάψεως συνήντησε μίαν ημέραν έξω του χωρίου τον Τερερέν και χωρίς κανένα πρόλογον τον συνέλαβεν από τον λαιμόν και τόσω δυνατά τον έσφιγξεν, ώστε η χειρ του ταλαιπώρου Αναγνώστου παρέλυσε και έπεσεν η αξίνη την οποίαν εκράτει. — Εσύ 'σαι, μωρέ, απού καφκάσαι πως θα με δέσης; ανεφώνησεν υψών αυτόν εις τον αέρα. — Για όνομα του Θεού! ετραύλισεν ο Τερερές με φωνήν ημίπνικτον.

Τοιούτον υπήρξε το τέλος του ταλαιπώρου Πρωτέως, ο οποίος εν βραχυολογία ουδέποτε εφρόντισε διά την αλήθειαν, παν ό,τι δε είπε και έπραξε πάντοτε απέβλεπεν εις την διαφήμισιν και τον θαυμασμόν του πλήθους, τόσον ώστε και εις το πυρ ερρίφθη, χωρίς να υπολογίση ότι δεν ήτο δυνατόν ν' απολαύση την δόξαν. Αφού θ' απέθνησκε δεν θα ηδύνατο ν' ακούη τους επαίνους.

Μία ακτίς θερμή, ερχομένη μακράν, από το φλεγόμενον πέλαγος, διέσχιζε την πυκνήν φυλλάδα και τον κισσόν τον περισκέποντα το άσυλον της ταλαιπώρου γραίας, και έκαμνε να στίλβη ως πλήθος μαργαριτών η δρόσος η πρωινή, η βρέχουσα τον πλούσιον σμαράγδινον πέπλον, κ' εφυγάδευεν όλον το ρίγος της υγρασίας, και όλον το κρύος του φόβου του πελιδνού, φέρουσα πρόσκαιρον ελπίδα και θάλπος.

Είχαν φέρει επί κραββάτου και τον γέρο-Κώσταν τον Γιούλαρην, δυστυχή παραλυτικόν, ίνα ψηφοφορήση υπέρ των Χαλασοχώρηδων. Αλλοκότως δε πένθιμον ήτο το θέαμα του ταλαιπώρου πρεσβύτου, βασταζομένου επί φορείου υπό τριών ρωμαλέων ανδρών, εισκομιζομένου εις τον τόπον της εκλογής, περιαγομένου έμπροσθεν των καλπών, μετά κόπου κινούντος τον βραχίονα και ρίπτοντος εις το «σκασμένον» στόμιον τα σφαιρίδια.

Αλλά τι δικαίωμα είχον να οργισθώσι πλέον κατά του ταλαιπώρου ποιμένος, όστις τόσα υπέστη αυτήν την νύκτα και την προηγουμένην ημέραν, όστις τον έσωσε σχεδόν τον Μπάρμπα-Σταύρον, διότι αυτός είχε κοπιάσει προς τούτο, και όστις τέλος πάντων ως Χριστουγεννιάτικον δώρον είχε προσφέρει το γαλακτώδες χοιρίδιον.

Εκτός του ψάλτου, το αρχέγονον εκείνο άσμα έτερπε και κάποιον άλλον, τον ημίονον, διότι μόνον κατά τας στιγμάς εκείνας ο Μανώλης ελησμόνει να τον βασανίζη. Αλλά τα βάσανα του ταλαιπώρου ζώου έπαυσαν μόνον όταν ήρχισεν η οικοδομή και ο Σαϊτονικολής επεφόρτισε τον υιόν του να «πουργεύη», να βοηθή δηλαδή τους κτίστας, παρασκευάζων την λάσπην και τον ασβέστην.