United States or Wallis and Futuna ? Vote for the TOP Country of the Week !


Πρωταγόρας Ας το παραδεχθώ, είπε. Σωκράτης Το δε να είναι κανείς σώφρων, λέγεις ότι είναι το να σκέπτεται ορθώς; Πρωταγόρας Ναι, είπε. Σωκράτης Το δε να σκέπτεται ορθώς λέγεις ότι είναι να φρονή ως ορθήν γνώμην το ότι αδικεί; Πρωταγόρας Ας το παραδεχθώ, είπε. Σωκράτης Τι από τα δύο, είπον εγώ, αν ευτυχή όταν αδική, ή αν δυστυχή; Πρωταγόρας Εάν ευτυχή.

Εμέ δε την δυστυχή και τας ομοιοπαθείς αδελφάς μου εδέχθη η χαίνουσα του σιδηρού κιβωτίου άβυσσος, όπου ουδέ φωτός ακτίς ούτε ήχου παλμός εισέδυε ποτέ, ειμή παροδικώς μόνον και επ' ολίγας στιγμάς, οσάκις ηνοίγετο η θύρα, ίνα φυλακισθώσιν εντός αυτού και άλλαι ομοιοπαθείς μου, ή αποφυλακισθώσι και άλλα χαρτονομίσματα. — Πολλάς, αγνοώ πόσας, ημέρας διέμεινα εν φυλακή.

Την Κατερίνη αφίναμε Να κουρευθ' η γλωσσού, Που τάχα δεν της άρεγε Η οσμή του κατραμιού. Τους ναύταις καταργιότουνε. Αμμή το ξέρω γω, Που για 'να ράφτ' η δύστυχη Βαστούσε τον καϋμό. Στη φούρκ' αυτή και ο ράφτης της, Κ' εμείς για το γιαλό. Άσχημος σκοπός και τούτος· αλλ' ιδού η παρηγοριά μου. ΚΑΛΙΜΠ. Μη με βασανίζης, ω!

Τ' έχεις, φλογέρα, πες μου το, πες μου το, μη σωπαίνης· Τι κλαις μονάχη και ξυπνάς την πλάσι από τον ύπνο; Και τον κρυφό τον πόνο μου ξυπνάς και την καρδιά μου, Κ' αρχίζει τ' αναστέναγμα, αρχίζει και το κλάμα! Φαρμακωμένη η δύστυχη μέρα με μέρα σβυέται, Αφ' όντας την αγάπη μου τα μάτια μου δεν είδαν.

Και μέσα στο τρομασμένο εκείνο το κοπάδι έβλεπες και τη δύστυχη τη Μαριώ με τον Παναγή της στον ώμο, κ' η μάννα κατόπι. Του κάκου κοιτάζουν από παντού να δουν και το γέρο. Ο γέρος, εκεί που είταν, δεν μπορούσε να βγη. Πλάκωνε η Τουρκαρβανιτιά από τα καράβια του Χοσρέφη, πλάκωνε, και σα θεριά τους κυνηγούσαν τους Ψαριανούς. Κανένας δεν καλογροικούσε πούθε ξεφύτρωσαν τόσοι Γενίτσαροι.

Να μ’ αποχάση η δύστυχη, χωρίς παιδί να μείνη. Γυρίζει η Μάρω με θυμό κι’ αντιλογιά του δίνει: — Και ποιον να πρωτολυπηθώ και ποιον να προπάρω, Που χίλιοι με γυρέψανε και χίλιοι με γυρεύουν, Κι’ ουδέ κανέναν αγαπώ κι’ ουδέ κανέναν θέλω; — Μόνον εμένα αγάπησε! μόνον εμένα πάρε, Γιατ’ είμαι άξιος κι’ ώμορφος, γερός και παλληκάρι!

Αφού η Αμέρσα είχε χάσει τον ύπνον της, μετά την επάνοδον εκ της οικίας της λεχώνας και είχε πλαγιάσει πάλιν, χωρίς να κοιμηθή, εις το πλάγι της μικράς αδελφής της, επί μακρόν εξηκολούθησε να σκέπτεται και πάλιν τον αδελφόν της, τον δυστυχή και ένοχον εκείνον. Έκτοτε μετά το πήδημα από της κλαβανής και την απόδρασίν του, δεν τον είχεν ιδεί πλέον.

Οι ψηφοθήραι ούτοι σταματώσι τον δυστυχή περιπλανώμενον Ιουδαίον, ούτινος έγειναν ciceroni ενώπιον πάσης θύρας λησμονηθείσης κατά τας προτέρας εκδρομάς, και τον εισάγουσιν εις έκαστον υπόγειον, ούτινος υποθέτουσιν ευμενείς τας διαθέσεις.

Πλην . . . δυστυχώς . . . — και σταματά, ως αν κατέλειπεν αυτόν η δύναμις να τελειώση. — Τίποτε σπουδαιότερον; ω! επιφωνεί ο προϊστάμενος αυτού· και πώς; — Δεν ηξεύρω, τη αληθεία, — εκρύωσε φαίνεται, και έχει τώρα από το μεσημέρι ένα φοβερόν πυρετόν· είνε εις το κρεβάτι προ τριών ωρών . . . ώστε . . . — και σταματά πάλιν, ελπίζων να τον μαντεύσωσι τον δυστυχή.

ΥΠΗΡΕΤΡΙΑ Την κλαίει• και κρατώντας την σφιχτά στην αγκαλιά του τήνε θερμοπαρακαλεί να μη του φύγη ακόμα. Αλλ' όμως πράγμα αδύνατον ζητά. Γιατί η αρρώστια την έφαγε την δύστυχη, και έρχεται το τέλος.