Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 2 Μαΐου 2025


Προσπάθησε να σύρη τον κορμό της καρυάς κοντά στο τραπέζι του· μα στάθηκε αδύνατο· πού να μετακινηθή τόσο βάρος! Κ' η ώρα πλάκωνε. Σκέφτηκε τότε να σηκώση τάγαλμα και να ταπιθώση στον κορμό. Ας ήταν κ' εκεί που ήταν δεν πείραζε. Βέβαια κοντά στο τραπέζι ήταν η καλήτερη θέση· μόλις άνοιγε κανείς την πόρτα τ' αντίκρυζε· μα τι να γίνη; τέτοια ώρατέτοια λόγια.

Χαμηλά, τα βάθη του κάμπου τα πλάκωνε μια σκοτεινάδα αριά και κάπου κάπου μόλις ξεχώριζαν ανάμεσα στα χωράφια τα σπιτάκια των ζευγάδων Σουλιωτών, αλαργεμένα τόν' απ' τ' άλλο.

Όσο να ξεχιονίσουμε την πόρτα που παιδευόμαστε δύο ώραις με της τσάπες και με τα φτυάρια, η σκεπή που ήταν καταφορτωμένη απ' τα χιόνια έπεφτε κρακ, και μας πλάκωνε. Τα δύο παιδία τα οποία είχαν χάσει την ευθυμίαν των, και ήσαν έτοιμα να κλαύσωσιν, ύψωσαν ακουσίως τους οφθαλμούς προς την οροφήν, την οποίαν είχε δείξει διηγουμένη και άμα χειρονομούσα η γραία.

Κι' αν ίσως κάποτε έκανε ν' αντισταθεί ζητώντας 265 μια και καλή να φωτιστεί, τάχα μπροστά τον έχουν όλοι οι θεοί που κατοικούν τα φωτισμένα ουράνια, πάντα άγρια του πελάγωνε νεροσυρμή τους ώμους. Κι' αφτός καρδοστενόχωρος πηδούσε, μα το ρέμα 270 πλάκωνε φρένιο κι' έσκαβε το χώμα που πατούσε.

« Τη μια χιλιάδα των Τουρκών » Σκορπίζαμε, κ' η άλλη » Πυκνότερη μας πλάκωνε. » Σκορπιόντανε κ' εκείνη, » Και 'πίσω της άλλη φωτιά » Άναφτε 'σάν καμίνι, » Κ' ημείς τους εσκορπίζαμε; » Με λύσσα και με ζάλη

Τρεις τότε χύθηκε φορές σα θνητοφάγος Άρης φριχτά αλυχτώντας, και τις τρεις εννιά 'σφαξε ανομάτους· 785 μα κι' όταν τέταρτη όρμησε σαν το στοιχιό με τ' όπλο, τότε αχ! η ώρα, Πάτροκλε, σου σήμανε η στερνή σου! Τι ομπρός του βγήκε σκιαχτερός ο Φοίβος μες στη μάχη δίχως στον τόσο αναβρασμό πως πλάκωνε να νιώσει.

Ο ντον Πρέντου έμεινε εκεί όλη την ημέρα, καλεσμένος σε γεύμα από τις ξαδέλφες του. Μιλούσε, γελούσε, κορόιδευε πάλι τους άλλους∙ κάθε τόσο όμως σιωπούσε και για τον λόγο ότι η Νοέμι ασχολιόταν λίγο μαζί του. Μια βαριά σιωπή πλάκωνε τότε τον Έφις, κι εκείνος καταλάβαινε ότι τους ήταν εμπόδιο, ότι γινόταν βάρος και έδινε στενοχώρια στις γυναίκες αλλά και στον ίδιο τον ντον Πρέντου.

Ο άσβυστος Πόθος κ' η Ζήλια η ωχροπράσινη μαζί με την Απάτη και τη μαύρη Καταφρόνια, σκόρπιζαν τα θύματά τους σαν κομμένα κρίνα εδώ κ' εκεί. Κ' ήταν τα θύματα γλυκές παρθένες και ζηλεμένοι νιοι, κ' ήταν το πάθημά τους πεταλούδας πάθημα. Εκείνη κύτταζε τις ζωγραφιές και η λύπη πλάκωνε το μέτωπό της.

Τι πίσω πλάκωνε στοιχιό ο Πάτροκλος, και πάντα 372 ομπρός! στους άντρες φώναζε, που οι Τρώες σαστισμένοι και σκούζοντας κάθε στρατί πλημμύρησαν, και τ' άτια 374 375 άναβλα πήραν του καστριού στα τέσσερα το δρόμο. 375 376 Τον Πρόνο τότες σούγλισε με το λαμπρό όπλο πρώτα399 στα στήθια εκεί σαν τάδειξε ασπιδογυμνωμένα400 πούπεσε αχώντας και νεκρός απόμεινε στον τόπο.

Βαρειά θλίψη πλάκωνε τους λινούς, τα σπιτάκια και τις καλύβες των χωρικών. Μια ώρα κράτησε η ανεμοζάλη, η πλυμμύρα. Ύστερα αγάλι' αγάλια ξάνοιξε, ξαστέρωσε, τα σύγνεφα σκίστησαν, μάζεψαν, τράβηξαν δρόμο, σε λίγο χάθηκαν πέρα στις άκρες τ' ουρανού.

Λέξη Της Ημέρας

δέτη

Άλλοι Ψάχνουν