United States or Germany ? Vote for the TOP Country of the Week !


Οπόταν ο βασιλεύς με τον βεζύρην του έτρωγαν, δύο κορασίδες ωραίες επρόσφεραν του καθενός από μίαν κούπαν από αγάθην, γεμάτην από γλυκύτατον κρασί· και είχαν την επιστασίαν να τες κρατούν πάντοτε γεμάτες. Η Κυρία με όλον που δεν έπινεν, η μυρωδιά τής έκανε το ίδιον αποτέλεσμα, που έκανε των άλλων.

Μα ούτε ζητούσε να καταλάβη. Έκανε το σταυρό της κ' έλεγε : «Δόξα σοι ο Θεός. Μη χειρότερα». Και καθεμέρα ήτανε χειρότερα και τρις χειρότερα.

Να κι ο πρώτος αριθμός! Νάτο το πρώτο βραβείο ! Μπράβο, μπράβο ! Εύγε ! Και του χρόνου !» . . Κι απάνω σε δυο ρόδες πέρασε αργά-αργά μια βαρκούλα όλο από άσπρα τριαντάφυλλα, με το παννάκι της τανοιχτό, στολισμένο κι αυτό με γιρλάντες από γαλανά λουλούδια. . και την τραβούσανε δυο όμορφα ναυτάκια, ζεμένα στο τιμόνι του δίτροχου, και το καθένα κρατούσε στα χέρια του ψηλά από 'να περιστέρι άσπρο που φτεροκοπούσε. . μέσα στη βαρκούλα καθόταν ένα παιδάκι σαν ολόγυμνο, με τρικό ροζ, με φτερούγες στις πλάτες και με μια φαρέτρα γεμάτη βέλη-ο Έρωτας!-και κρατούσε στα χέρια του σα χαλινάρια τις ουράνιες κορδέλλες πούτονε δεμένα τα περιστέρια. «Α-ά-ά-α ! ! !» έκανε όλος ο κόσμος καθώς περνούσε και δος του χειροκροτήματα. . . Η Λιόλια χτυπούσε τα χέρια της σαν τρελλή και δάκρυζε απ’ την τόση ομορφιά, την τόση ευχαρίστηση.

Όμως τα μάτια του παρακολουθούσαν τη μητέρα κι όταν εκείνη έβγαινε όξω για να είναι μόνη, όπως το έκανε συχνά, όταν αιστανότανε πως δεν μπορούσε να μας κοιτάζη περσότερο και να μας μιλή, τότε ο Ούλοφ συνήθιζε να πηγαίνη σιγά στην πόρτα και να στέκη ώρα εκεί και νακροάζεται.

Όμως αυτή ενόμιζε πως της παραλαλώ, κι' ένα ποτήρι μ' έχυνε νερό εις το κεφάλι, και φαίνεται το βρέξιμο πως μ' έκανε καλό, γιατί ευθύς με έπαυε η θέρμη και η ζάλη. Έστεκε κρύον άγαλμα 'στο πάθος μου εκείνη· εγώ επύρασσα κι' αυτή εκύτταζε τους τοίχους, και μάλιστα ετόλμησε και μια φορά η Φρύνη να μου ειπή του φίλου της να γράψω 'λίγους στίχους.

Και του λοιπού εζήσαμεν ως εξής• άμα εφθάναμεν εις κανέν πανδοχείον, έπαιρνε τον μοχλόν της θύρας, την σκούπαν ή το γουδοκόπανον, το ένδυνε με φορέματα και με μίαν επωδήν το έκανε να περιπατή και να φαίνεται ως άνθρωπος.

Έρωτας ο διπρόσωπος που κατά την περίστασι δείχνει μας στον κόσμο με αγγέλου φτερά ή με δαιμόνου νύχια, που μας υψώνει στον Όλυμπο ή μας γκρεμίζει στα Τάρταρα, αυτός παντοδύναμος τόρα έπαιζε στα χέρια την ψυχή του φίλου και την έκανε Μέδουσα. Αγαπούσε κ' εκείνος από τότε το Σμαρώ και ήξευρε τις ιδέες που βασιλεύουν δεσπότες τύρανοι στο νησί μας.

Θεόρατη πέτρα έμοιαζε στη θάλασσα. Όλα της τα ξάρτια εξεχώριζαν ένα κ' ένα στον γλαυκόν αιθέρα θαυμάσια. Είδα τους φλόκους, τις μαΐστρες, τους παπαφίγγους, τις γάμπιες, τους τρίγγους, τα πόμολα. Ακόμα και το σωτρόπι ημπορώ να ειπώ πως είδα. Το μάτι μου παντοδύναμο έκανε κρύσταλλο το ξύλο κ' έφτανε στα έγκατά του.

Η γυναίκα μου είταν ευχαριστημένη, όπως πάντα όταν ταξίδευε στη θάλασσα, χωρίς όμως να δείχνη πως το ταξίδι έδινε κάποια ωρισμένη διεύθυνση στους στοχασμούς της. Όλη η ιστορία είτανε γι' αυτή ένα μακρινό θαλασσινό ταξίδι, τωραιότερο που έκανε, τίποτε όμως περσότερο.

Γιατί ποιος είναι ο αληθινός κριτικός αν μη εκείνος που φέρει μέσα του τα όνειρα, τις ιδέες και τα αισθήματα χιλιάδων γενεών και για τον οποίον καμμιά μορφή σκέψεως δεν είναι ξένη και κανένας παλμός συγκινήσεως δεν είναι άγνωστος; Και ποιος ο αληθινά μορφωμένος άνθρωπος αν μη εκείνος που με λεπτή μελέτη και ακατάδεκτη άρνηση έκανε το ένστικτο συνειδητό και διανοητικό και μπορεί να ξεχωρίση το έργο που έχει αξία και διακρίνεται από κείνο που δεν έχει αξία, κ' έτσι με συσχέτιση και σύγκριση γίνεται κύριος των μυστικών του ύφους και της σχολής και νοιώθει τη σημασία τους κι ακούει τη φωνή τους και αναπτύσσει εκείνο το πνεύμα της αφιλοκερδούς περιεργείας, που είναι η πραγματική ρίζα όπως είναι και το πραγματικό άνθος της διανοητικής ζωής, και μ' αυτόν τον τρόπο φθάνει στη διανοητική διαύγεια, κι αφού έχει μάθει «το καλύτερο απ' όσα ξέρουν και σκέπτονται οι άνθρωποι στον κόσμο», ζηπραγματικά, όχι φανταστικά, όπως μπορούσε να υποθέση κανείςμε τους αθανάτους;