Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 24 Μαΐου 2025
Ας μη φάη η δεσποινίς Λιόλια, τρώμε εμείς το μερδικό της, ας τσιμπήση μοναχά λιγάκι. . . Όλο και τσιμπήματα βλέπω έχεις στο νου σου, έκαμε ο άλλος, με τανασηκωμένα χείλια- ο συμπαθητικός ο Μίμης, ο κιτρινόμαυρος, που υπόφερε ο άνθρωπος πολύ απ’ την ομορφιά των κοριτσιών. . . Γέλασαν κ'οι τρεις νέοι, κυττάζοντας κρυφά-ο καθένας χώρια κι αλλοιώς και για λογαριασμό του-τη Λιόλια που πήγαινε δυο βήματα μπροστά ντροπιασμένη, τη Λιόλια που πήγαινε στο χορό, σκυφτή απ’ τη χαρά της πούτανε μεγάλη σα λύπη . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . Άργησαν πολύ στο «Ξενοδοχείον και Οινοπωλείον Παντός Έθνους» μέσα στου Καλαμιώτη που ξεπέσανε μόλις βγήκαν απ' την οδόν Αγίου Μάρκου Κάτι σκαλιά κατέβαιναν κάτω . . . Ήταν αρκετοί εκεί μέσα και κύτταζαν κατά το μέρος των νέων με το ντροπαλό κορίτσι. . . Δεν ήθελε να φάη η Λιόλια μόνο έκανε σβόλους με το ψωμί που τότριβε ανάμεσα σε δυο της δάχτυλα και με την παλάμη απάνω στο χοντρό τραπεζομάντιλο, το λεκιασμένο, που θάτονε μια φορά άσπρο. . . Μετά πολλά πήρε κ' έφαγε έν’αυγό σκληρό μ’ αλάτι και χοντροκομμένο πιπέρι και τσίμπησε μια πηρουνιά φρικασσάδα απ’ το πιάτο του Νίκου. . . Με χίλια στανιά νακκουμπήση τα χείλια της σ' ένα δάχτυλο ρετσίνα που της έβαλε στο ποτήρι ο Μίμης και πούλεγε ο Νίκος, σα μερακλής που ήτον, πως ήτονε φίνα γιατί «έκανε άμμο». Τη διαλαλούσε τη ρετσίνα του τραγουδιστά ο κάπελας κοντά στην πόρτα, καθώς έπιανε στόνα χέρι πέντε-πέντε μαζί τα ποτήρια όπου γράφανε στον πάτο: ΠΙΕ ΤΟ ΟΛΟΙ και τα ξέπλενε με κρότο απάνω στον τζίγκο του μπάγκου του και τα γέμιζε πεντάρικα και δεκάρικα απ’ τα εκατοστάρια και τις μισές π' ανέβαζαν ακατάπαυτα οι μπακαλόγατοι απ’ το υπόγειο, γκρεμοτσακιστά με ποδοβρόντι στην ασκάλα: «Πώ-πω-πω ! μωρ' τ' είν' ετούτη! Μέλι-γάλα-και μπαρούτη !. . .» Τo «γκαρσόνι» σα να πούμε ένα παιδί γιομάτο και κοκκινομάγουλο, με τα μανίκια του ποκαμίσου του ανασκουμπωμένα με τα λάστιχα και μπροστά του μια σκούρη ποδιά δίμιτη που έσταζε απ’ τη βρώμα μόλις έκανε από’να θέλημα στα διάφορα τραπέζια και πάλι ερχόταν κοντά κι ακκουμπούσε το χέρι του με τα χοντρά κόκκινα δάχτυλα, τα πρισμένα απ' τις χιονίστρες και μαυρονυχάτα, στην άκρη του τραπεζιού τους και τους κύτταζε πούτρωγαν και τη Λιόλια που δεν έτρωγε. . κι άκουγε τις κουβέντες τους και τη Λιόλια που δε μιλούσε. . και γελούσε μ' όλο του το πρόσωπο. . . Πέρα σ' ένα τραπέζι άστρωτο τραγουδούσαν κάτι παιδιά εργατικά : «Τρυγώνα μου περήφανη !. . .» Απ’ την άλλη μεριά, εκεί που βάθαινε το μαγαζί, πίσω απ’ την καμάρα, τρεμοστέναζε σιγαλά μια κιθάρα που τη βαστούσε στα γόνατά του ένας ναύτης σκυμμένος τρυφερά απάνω της.
Ο Αγαθούλης γυρίζοντας στο χτήμα του έκανε βαθυούς συλλογισμούς απάνου στα λόγια του Τούρκου. Είπε στον Παγγλώσση και στο Μαρτίνο! — Αυτός ο αγαθός γέρος μου φαίνεται, πως δημιούργησε μια τύχη πολύ προτιμότερη από των έξι βασιλιάδων, με τους οποίους λάβαμε τη τιμή να δειπνήσουμε. — Τα μεγαλεία, είπε ο Παγγλώσσης, είναι πολύ επικίνδυνα, σύμφωνα με τις γνώμες όλων των φιλοσόφων.
Μεταφράζοντας επροσπάθησα να κρατήσω όσο μπορούσα περισσότερο το ύφος του συγγραφέα χωρίς να προδίνω και το νόημα. Και τούτο μ' έκανε πολλές φορές να μη προσέχω και στις ερμηνείες των ξένων εκδοτών.
Έκανε να πιάσει κανένα, τόσο κοντά πετούσαν στο πρόσωπό του, και έμενε ακίνητος παραφυλώντας∙ έτσι περνούσε η ώρα. Μια μέρα όμως είδε ν’ ανεβαίνει, διασχίζοντας την μικρή αυλή, η κουρασμένη φιγούρα του Έφις και τότε κατάλαβε ότι εκείνον περίμενε. Μόλις έφτασε κάτω από το παραθυράκι ο υπηρέτης κοίταξε προς τα επάνω χωρίς να μιλήσει.
Πώς δε δύνανται, φίλε μου, όσοι αγνοούν τας δυνάμεις των θεών και των άλλων υπερφυσικών υπάρξεων να ειπούν ποίον είνε δυνατόν ή αδύνατον εκ των τοιούτων; Παρετήρησες, Χαιρεφών, προ τριών ημερών τι χειμώνα έκανε : Και μόνον η ανάμνησις των αστραπών εκείνων και των βροντών και της φοβεράς σφοδρότητας των ανέμων προξενεί τρόμον• ενόμιζε κανείς ότι όλος ο κόσμος θα κατεστρέφετο.
Ξαφνικά, κατάλαβε: »Α! είναι ο Τριστάνος. Έτσι και στο δάσος του Μορουά έκανε, για να μ' ευχαριστήση, τη φωνή των πουλιών. Φεύγει, κι' αυτό, είναι το τελευταίο του χαίρε... Πώς θρηνεί! Έτσι το αηδόνι, όταν τελειώνη το καλοκαίρι, φεύγει, αποχαιρώντας με μεγάλη θλίψι. Φίλε, ποτέ πεια δε θ' ακούσω τη φωνή σου!» Πειο φλογερή άρχισε να πάλλεται η μελωδία. «Α! τι ζητάς; Νάρθω; Όχι!
Έκανα να του μιλήσω, μα δε στάθηκε ν' ακούση... είχε σκυμμένο το κεφάλι του και κατηφόριζε σαν να τον κυνηγούσαν. — Τι λες, βρε παιδί; έκανε ο Ρήγας του Μαθιού, σκυμμένος απάνω στο δαχτυλίδι, τριμμένο απ' την πολυκαιρία και φτενό-φτενό σα χαλκαδάκι. — Πιστεύεις τώρα; είπε ο Γιάννης ο Μακαρίτης. Ο Ρήγας του Μαθιού έκανε το σταυρό του. — Όλα γίνονται στον κόσμο, Γιάννη παιδί μου.
Αν και κάθε δειλινό έβγαινε στ' αγνάντια η κάκω η Μήτραινα, για να ιδή το παιδί της νάρχεται, όμως ούτε φαγί ετοίμαζε, ούτε την πρόκοβα έστρωνε, ούτε τη σκύλλα έδενε στην κρικέλλα, για να μην αληχτάη τους χωριανούς. Μόνο την παραμονή του Άη-Γιαννιού έκανε αυτή τη δουλειά.
ΛΟΓ. Και γαρ ο Κρης τους όιας κουράδια καλών, ο δ' » Αλβανός το σκορ εννοών τούμπαλιν. ΑΝΑΤ. πούμπα έκανε κανένας για; ΛΟΓ. » Και δη τούτο δ' ένεκα μαχεσαμένων. ΑΝΑΤ. Άνταμ ιστέκα μη γράφης πρε! ντροπής είναι — χιτζ ολμάσσα μαγαρίστηκε πες το ΑΝΑΤ. Αρβανίτη όνομα Αναστάση λέανε;
Έλεγα πως έφταιε το σαπούνι, και δεν έκανε καθόλου αφρό. Νόμισα πως με είχανε γελάσει και μου δόσανε θάλασσα. Έχυσα το πρώτο νερό και πήρα άλλο. Το δοκίμασα και ήταν γλυκό. Μα τα ίδια πάλι. Τώρα το θυμούμαι και με πιάνουν τα γέλια. Άρχισε να γελά μ' ολάνοιχτη την καρδιά. Ο κληρωτός έκανε το ίδιο. Ύστερα από λίγο η φανέλλα ήταν ολοκάθαρη. Το έδειχνε κάτασπρη η σαπουνάδα που έβγαιναν από παντού.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν