United States or China ? Vote for the TOP Country of the Week !


— Μ' τι να ειπώ ντε; Είπε ο γιδάρης, κυτάζοντας τον Αρβανίτη με βλακίστικο γέλοιο. — Για σας, ώρα καλή, μ' τι, καλμέρα αδά; — Άσ' τον άνθρωπο και καλημερνάει γι' αύριο, λέει ο Πολιάνος. — Ε, για σας δα, ώρα καλή, ξαναγελάει βλακίστικα ο πιστικός. — Πούθ’ είσαι ωρέ; τον ρωτάει ο Αρβανίτης. — Απ' το Παλιοχώρι. — Πώς σε λεν; — Μπάρτζο. Μπάρτζους λεν τους τράγους πώχουν τα μούτρα παρδαλά, ασπρόμαυρα.

ΑΝΑΤ. Ιστέκα να ντγιούμε τι τα πη αρέστο; ΣΤΡ. Στη φυλακή θα πας. ΑΝΑΤ. Χάψι; ΑΝΑΤ. Έι, ύστερα; εγώ τι έκαμα, άνταμ, να πάγω χάψι, εγώ ντεν χτύπησα Κηρτικό, εγώ πιστόλα μιστόλα ντεν έχω, εγώ ντουλειά μου κύτταζα, τζουμπούσι έκαμνανα, πγιάσαι αρβανίτη, κρεμαστό μπιλέμ, όχι βάνεις εμένα χάψι· ταμάμ. ΑΣΤ. Εσύ θα πας αρέστο γιαγουρτοβαφτισμένε παλιότουρκα.

ΑΝΑΤ. Βαϊ κιοπόγλου βάι...βάι, ητ' ογλού, βάιέτζι γράφουνε αναφορά; εσύ τροπάρι έγραφεςμέγα έλεος, υπερένδοξε έγραψες, κάτε ένα λόγο μακρύ εκατό πήχες έγραψες, άντρωπο μαγαρίστηκε έγραψες, αρβανίτη ανάσταση λέανε έγραψες; — κρίμαστοκρίμαστοεγώ τάρεψα εσύ λογιώτατο άντρωπο είσαι, γράμματα ηξέρεις είπα για να κάμης αναφοράάμα σαν ισκυλί πισμάνεψασκίστο, σκίστοπάρε άλλο χαρτί να γράψης αναφοράάμα εγώ να λέω κι' εσύ να γράφης — τ' άκουσες μπόκογλου ;

Είνε λίγα χρόνια τώρα, μια πρωινή, με οδηγό τον παντοτεινό μου αγωγιάτη, τον Βασίλη τον Αρβανίτη, επήγαινα από τη χώρα στην εξοχή, μιάμιση ώρα μακρυά. Ο δρόμος δεν είνε άσχημος, τα περίχωρα μόνο σου φέρνουν μελαγχολία.

ΑΣΤ. Κι' είσαι γιαμά απ' τ' άι βασιλειού τον τόπο; για δι' αύτο είσαι και χαντζής — ν' άμπ' ο διάολος μέσα σην καβούκα σουκαι πες μου μουρέ εσύ, πώς εγίνηκε ο λαβωμός του Κρητικού; ΑΝΑΤ. Αρτίκ πινσάτο, μινσάτο, εγώ ντε ξέρω, αρβανίτη χτύπησε κηρτικό, βέρσελλαμ .

— Μ' τι να ειπώ ντε; Είπε ο γιδάρης, κυτάζοντας τον Αρβανίτη με βλακίστικο γέλοιο. — Για σας, ώρα καλή, μ' τι, καλμέρα αδά; — Άσ' τον άνθρωπο να καλημερνάει γι' αύριο, λέει ο Πολιάνος. — Ε, για σας δα, ώρα καλή, ξαναγελάει βλακίστικα ο πιστικός. — Πούθ΄ είσαι ωρέ; τον ρωτάει ο Αρβανίτης. — Απ' το Παλιοχώρι. — Πώς σε λεν; — Μπάρτζο. Μπάρτζους λεν τους τράγους πώχουν τα μούτρα παρδαλά, ασπρόμαυρα.

ΑΝΑΤ. Ε!!! Χιώτη μέτυσε κοιμάται, Μωραΐτη λογαριάζειΚυπριώτη συλλογιέταιΚηρτηκό τζιμπούκι πίνειΛογιώτατο γράφειάμμα Αρβανίτη ντουλειά καλά ντεν πηγαίνεινα, να, — γούρλωσε μάτια του, τρίζει δόντια του, τρίβει μουστάκι τουαλλά αλέμ καυγκά τα κοπαρδίσει γιατί κουρουλντίστικε πολύ φοβούμαι. Αρβανίτη καυγατζή άντρωπο είναιτο κάμει α!

Άιντε, μωρέ Σκεντερμπέο, άιντε μωρ' ινγκιούαρ μπρετ ισκηπετάρβε! Μαζί με τα λόγια του Τζαφέρη σταματάει κ' η πέννα μου εδώ, γιατ' αναγιόμωσαν δάκρυα τα μάτια του δόλιου αρβανίτη. Ο Σκέντος, ο Λιούλιος κ' οι άλλοι οι συντρόφοι τους αναδάκρυσαν παρόμοια κι αυτοί κ' εκρέμασαν λυπητερά και παραπονεμένα μπροστά στην εικόνα τα ξέσκεπα κεφάλια τους με τους μακριούς και μαύρους τσαμπάδες.

ΑΣΤ. Και πώς σε βάρεσε μουρέ; α κάζο πενσάτο; ΚΡΗΣ. Είπα σου το δεν κατέχω ντα μου λες Θιός... Ο Αστυνόμος, ο Ανατολίτης και οι Στρατιώται. ΑΣΤ. Π' ούναι μουρέ εκείνος ο Λιάπης; ΑΝΑΤ. Λιάπη ποιο είναι, σακίν Λιάπη Αρβανίτη είναι εκείνο υρεύεις; — χου — π' ούντο τώρα Αρβανίτη; — αν το πιάσης. ΑΝΑΤ. Ιστέ, ήρτατι τέλεις εμένα; ΑΣΤ. Πινομή σου. ΑΝΑΤ. Τι τα πη πινομή σου. ΑΣΤ. Τ' όνομά σου μουρέ;