United States or Nauru ? Vote for the TOP Country of the Week !


Την αυγήν πάλιν την παρακαλεί να παύση, και αυτή του λέγει, ότι, αν δεν μου ειπής το τι είπεν ο γάιδαρος, εγώ δεν θέλω παύσει να κλαίω. Της αποκρίνεται ο άνδρας, ότι, αν σου το ειπώ, κινδυνεύει η ζωή μου. Και αυτή λέγει του, ας γίνη ότι γίνη, θέλω να το μάθω, ειδεμή από την λύπην μου και από το κλαύσιμον αρρωστώ και αποθνήσκω.

ΑΛΕΞ. Έπρεπεν, ω Μίνω, να μη απαντήσω τίποτε προς άνθρωπον τόσον αυθάδη• διότι αρκεί και μόνον η φήμη διά να σε πληροφορήση ποίος μεν βασιλεύς υπήρξα εγώ, τι δε ληστής ήτο αυτός. Αλλ' όμως άκουσε διά να ίδης πόσον ανώτερος αυτού υπήρξα.

Το πνεύμα των εισέτι προσεκολλάτο εις απλάς υλικάς εικόνας. Έσπευσαν να Του ζητήσουν τον άρτον τούτον τον εκ του ουρανού, τόσον απλήστως όσον η Σαμαρείτις είχε ζητήσει το ύδωρ το οποίον σβύνει πάσαν δίψαν. «Κύριε, δος ημίν τον άρτον τούτον». Ο Ιησούς είπεν αυτοίς, «Εγώ ειμι ο άρτος της ζωής.

Εφανέρωσα του φακύρη τα όσα ο Καμπούρ μου είπε, και ο Φακύρης μένοντας ευχαριστημένος ετοιμάζετο διά να μισεύση. Εγώ θλιβόμενος διά την αγνωσίαν που έλαβε και έγινε το αίτιον του χωρισμού μας, ηθέλησα διά να τον φιλοδωρήσω μίαν σακκούλαν γεμάτην από φλωρία, που μου τα είχε δώσει η Τζελίκα, και δίδοντας του, τον εσυμπροβόδησα με πολλά δάκρυα και αναστεναγμούς· τόσον πολλά τον αγαπούσα.

Ναι κατά αλήθεια, απεκρίθη η Κατηγέ, κλαίοντας, ετούτο είναι νόστιμον διά να φανώ εις αυτόν ευχάριστη, εγώ δεν ηξεύρω, αν τούτο δ' εμέ ήθελεν είναι μία ευτυχία επειδή και ηξεύρω καλώτατα πως δεν θέλει μου είναι ποτέ ευτυχία το να έχω πάντα εμπρός εις τα μάτιά μου έναν άνθρωπον ωσάν αυτόν. Δεν πρέπει να μιλής, έτσι, της είπεν η αδελφή της.

Έφεξε τώρα αβγή για μας η πιο χαριτωμένη τα πλοία ναν τους κάψουμε, που στων θεών το πείσμα 720 ήρθαν κι' εδώ μας ρήμαξαν, απ' των γερόντων δείλια που πάντα, εγώ σα γύρεβα να βγω ναν τα βαρέσω, οι έρμοι αφτοί μ' αμπόδιζαν και το στρατό κρατούσαν. Μα τότες κι' αν μας τύφλωνε ο βροντολάλος Δίας, να! αδρέφια, πάλε μας βοηθάει και μας θαρρύνει τώρα725

Εγώ, ως βλέπεις, είπε τέλος ο Νέρων, είμαι καθ' όλα καλλιτέχνης, και επειδή η μουσική μου ανοίγει εις το άπειρον αρρήτους προσδοκίας, οφείλω εις τους θεούς το ότι εξερευνώ το άπειρον τούτο.

Ο ΠΡΕΣΒΥΤΗΣ Ξέρω, στο άντρον του Πανός πούνε βωμοί κοντά του. ΚΡΕΟΥΣΑ Αχ! εδοκίμασα εκεί λαχτάρα εγώ μεγάλη. Ο ΠΡΕΣΒΥΤΗΣ Λαχτάρα, ποιάν; στα λόγια σου τα δάκρυα μου τρέχουν. ΚΡΕΟΥΣΑ Δύστυχο γάμο άθελα έκαμα με το Φοίβο. Ο ΠΡΕΣΒΥΤΗΣ Κόρη μου! τάχα ναν' αυτό που είχα καταλάβη; ΚΡΕΟΥΣΑ Δεν ξέρω• την αλήθει' αν λες, θα σου τ' ομολογήσω. Ο ΠΡΕΣΒΥΤΗΣ Και την αρρώστια την κρυφή πότε είχες υποφέρη;

Και χάμου τον πετάει μπροστά στα πόδια του και κράζει 190 «Δικός μου, αδρέφια μου, ο λαχνός! Και τόχω εγώ μεγάλη χαρά, γιατί τον Έχτορα θαρρώ θαν τον νικήσω.

Δε μούπες να μην πολεμάω με τους θεούς τους άλλους έτσι ανοιχτά, μον του Διός η κόρη, Αφροδίτη, 820 αν έρθει, να τρυπήσω αφτή με το βαρύ κοντάρι; Για αφτό ποδίζω τώρα εγώ, και τους λοιπούς Αργίτες τους πρόσταξα όλοι τους εδώ να μαζωχτούν σιμά μου, τι ξάνοιξα μες στους οχτρούς τον Άρη π' αρχηγέβει