Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 26 Μαΐου 2025
Τους πολιορκώ. » Κ' εκείθε 'ς τη Δομβραίνη » Τσακίζω το Μουστάμπεη. » Από το Τεπελένι. » Και γλήγωρα 'ς το Δίστομο » Σε 'μέραις φθάνω δύο.» « Το Γιώργη Βάγια πρόσταξα, » Το Γρίβα Γαρδικιώτη, » Να πιάσουνε τη Ράχωβα » Με πεντακόσιους άλλους. » Έρχεται ο Μουστάμπεης, » Κ' είχε σκοπούς μεγάλους: » Να τους αφήση κατά γης » Στην έφοδο την πρώτη » « Τρομάρα του!
Δε μούπες να μην πολεμάω με τους θεούς τους άλλους έτσι ανοιχτά, μον του Διός η κόρη, Αφροδίτη, 820 αν έρθει, να τρυπήσω αφτή με το βαρύ κοντάρι; Για αφτό ποδίζω τώρα εγώ, και τους λοιπούς Αργίτες τους πρόσταξα όλοι τους εδώ να μαζωχτούν σιμά μου, τι ξάνοιξα μες στους οχτρούς τον Άρη π' αρχηγέβει.»
Και αφού τους άλλους πρόσταξα αγαπητούς συντρόφους σιμά 'ς το πλοίο να σταθούν και αυτού να το φυλάγουν, διάλεξα δώδεκ' απ' αυτούς κ' εκίνησα μαζή τους. 195 κ' είχ' ασκί τράγινο, γλυκό μαύρο κρασί γεμάτο• μου τόχε δώσει ο Μάρωνας, ο γόνος του Ευανθέα ιερέας του Απόλλωνα, προστάτη της Ισμάρου. με τον υιόν τον σώσαμε και με την σύντροφόν του, φοβούμενοι, ότι εγκάτοικος 'ς το δάσος αυτός ήταν 200 του Φοίβου Απόλλωνα, και αυτός λαμπρά μου 'δωσε δώρα. επτά μου 'δωσε τάλαντα, έργα χρυσά και ωραία, κ' έναν κρατήρα ολάργυρο• και δώδεκα λαγήναις άδολο γέμισε κρασί, γλυκό, πιοτόν ουράνιο, 'που δεν το γνώριζε κανείς 'ς το σπίτι του υπηρέτης, 205 ούτε θεράπαιν', αλλ' αυτός και η πολυαγαπημένη γυνή του και η κελλάρισσα το ήξευρε μόνη μία• και ότ' έβαζε το κόκκινο γλυκό κρασί να πίνουν, εις μέτρα νερό δώδεκα έχυν' ένα ποτήρι, και απ' ευωδιάν ανέκφραστη τριόντιζε ο κρατήρας• 210 κανείς τότε δεν θα 'στεργε το κέρασμα ν' αφήση. μέγαλο ασκί πήρ' απ' αυτό και τρόφιμα εις δισάκκι, ότι απ' αρχής εμάντευσεν η ανδρική ψυχή μου 'π' άνδρας ζωσμένος δύναμιν μεγάλην θα 'λθη εμπρός μου, άγριος, 'που δεν θα εγνώριζε δίκαια ποσώς ή νόμους. 215
Είπα, και τότ' εχόλιασε χειρότερα η ψυχή του, 480 και απ' όρος μέγα κορυφήν ξεκόλλησε και πέρα του καραβιού την έρριξεν εμπρός 'ς την μαύρην πλώρη, εγγύς, ώστ' εκοντόφθασε 'ς του πηδαλιού την άκρα• και η θάλασσα εταράχθηκεν ως εποντίσθη ο βράχος. ήλθε το κύμα κ' έφερεν οπίσω τα καράβι 485 απ τ' ανοικτά και προς την γη τ' ανάγκασε να φθάση. κ' εγώ παρέξω τ' άμπωσα μ' ένα μακρύ κοντάρι, και τους συντρόφους 'ς τα κουπιά πρόσταξα ευθύς να πέσουν, να φύγουμε τον όλεθρο, και με την κεφαλήν μου τους ένευα• κ' ερρίχθηκαν αυτοί κ' έλαμναν όλοι. 490 αλλ' ότε διάστημα διπλό πήραμε της θαλάσσης τον Κύκλωπα προσφώνησα και τότε, αν και τριγύρω δεν μ' άφιναν οι σύντροφοι με λόγια μελωμένα• «άνθρωπον άγριον, δύστυχε, τι θέλεις κ' ερεθίζεις; είδες πετριά 'ς την θάλασσα, 'που γύρισε το πλοίο 495 κατά την γην, ώστ' είπαμε 'που αυτού θ' αφανισθούμε. και αν άκουε τότε να ομιλή κάποιον ή να φωνάζη, ταις κεφαλαίς μας θα 'σπανε και τ' άρμενα του πλοίου, με κάποιο μάρμαρο σκληρό• τόσο μακρυ' ακοντίζει».
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν