United States or Uruguay ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ο υπηρέτης αναχωρεί, τα παιδία ευρεθέντα και πάλιν αντιμέτωπα αγριοκυττάζονται, η κυρία Παρδαλού επιθεωρεί εκ τρίτου το φόρεμά της, όπερ βλέπει ότι είνε ηναγκασμένη να αλλάξη, ο δε Παρδαλός ακοντίζει βλέμμα πολυσήμαντον εις τους υιούς του, όπερ κατορθοί τέλος πάντων να επαναφέρη την οικιακήν ειρήνην εν μέσω της οικογενείας Παρδαλού.

Κι' ο Αίας πάλι ένα απ' τους γιους του Φαίνοπα, το Φόρκηπου ομπρός στον Πόθο στάθηκεμεσόκοιλα ακοντίζει, και τούσπασε του τσαπραζού τη χούφτα, κι' ως στο βάθος τούφαγε τ' άντερα ο χαλκός. Κι' ο Φόρκης μες στη σκόνη έπεσε, κι' άδραξε τη γης σφιχτά στην αγκαλιά του. 315

Έννια σου! σα σε βρω ξανά, σου πίνω εγώ το αίμας, αν έχω δα κι' εγώ θεούς βοηθητικούς μου κάπου. Μα τώρα πάω τ' ασκέρι σου να σφάξω, όπιον πετύχωΈτσι είπε, και μεσόσβερκα το Δρύοπα ακοντίζει 455 και τον σωριάζει εκεί μπροστά στα πόδια του. Κατόπι αφίνει αφτόν, κι' άντρα γερό λεβέντη, το Δημούχο, πεδούκλωσε, μια κονταριά στο γόνα σφίγγοντάς του, και με τη σπάθα του έπειτα τον τέλιωσε για πάντα.

Ούτω τουλάχιστον θα έχω να κλαύσω ολιγώτερον. Σεις δε, ξέναι, κρατείτε μυστικόν ό,τι ηκούσατε. Ευδαίμονες όσοι απολαμβάνουσι μετά σωφροσύνης και μετριότητος της Αφροδίτης τα δώρα και εν ηρεμία ψυχής δέχονται το παράφορον πάθος, όπερ ο χρυσοκόμης Έρως εις την καρδίαν ακοντίζει τόξα τανύων διττά, τα μεν μακαρίας γλυκύτητος, τα δε πόνου ολεθρίου.

Είπε, μα του Διός του νου δεν πείθει αφτά λαλώντας, γιατί η καρδιά τον Έχτορα του ζήταε να δοξάσει. 174 Τότες εκεί το Δάμασο ο άξιος Πολυποίτης 182 μέσα απ' το χαλκομάγουλο τον ακοντίζει κράνος· και δεν αμπόδισε ο χαλκός, μον πέρα ως πέρα ο στόκος με την ορμή του ξέσκισε το κόκκαλα, και λιώμα 185 μέσα όλος τούγινε ο μιαλός και τούκοψε τη φόρα· κατόπι και τον Όρμενο ξαρμάτωσε και Πύλο.

ΑΜΛΕΤΟΣ Να ήναι τις ή να μη ήναι, ιδού το ζήτημα· αν θέλ' η ευγένεια της ψυχής όλα να στέργης τα πικρά βέλη 'πού ακοντίζει τύχη αχρεία, ή 'ς ένα πέλαγος κακών αρματωμένος αντίστασιν να κάμης και να παύσης όλα. Θάνατος, — ύπνος , — τίποτ' άλλο· και αν ειπούμε πως μ' έναν ύπνον παύει ο πόνος της καρδίας, και οι τόσοι κτύποι, της σαρκός αρχαία κλήρα, — θα ήταν τέλος άξιο των θερμών ευχών μας.

Είπα, και τότ' εχόλιασε χειρότερα η ψυχή του, 480 και απ' όρος μέγα κορυφήν ξεκόλλησε και πέρα του καραβιού την έρριξεν εμπρόςτην μαύρην πλώρη, εγγύς, ώστ' εκοντόφθασετου πηδαλιού την άκρα• και η θάλασσα εταράχθηκεν ως εποντίσθη ο βράχος. ήλθε το κύμα κ' έφερεν οπίσω τα καράβι 485 απ τ' ανοικτά και προς την γη τ' ανάγκασε να φθάση. κ' εγώ παρέξω τ' άμπωσα μ' ένα μακρύ κοντάρι, και τους συντρόφουςτα κουπιά πρόσταξα ευθύς να πέσουν, να φύγουμε τον όλεθρο, και με την κεφαλήν μου τους ένευα• κ' ερρίχθηκαν αυτοί κ' έλαμναν όλοι. 490 αλλ' ότε διάστημα διπλό πήραμε της θαλάσσης τον Κύκλωπα προσφώνησα και τότε, αν και τριγύρω δεν μ' άφιναν οι σύντροφοι με λόγια μελωμένα• «άνθρωπον άγριον, δύστυχε, τι θέλεις κ' ερεθίζεις; είδες πετριάτην θάλασσα, 'που γύρισε το πλοίο 495 κατά την γην, ώστ' είπαμε 'που αυτού θ' αφανισθούμε. και αν άκουε τότε να ομιλή κάποιον ή να φωνάζη, ταις κεφαλαίς μας θα 'σπανε και τ' άρμενα του πλοίου, με κάποιο μάρμαρο σκληρό• τόσο μακρυ' ακοντίζει».