United States or Australia ? Vote for the TOP Country of the Week !


Κι' αφτό μήτ' ο πρωτόθρονος του Κρόνου γιος μήτ' άλλος 185 το ξέρει αθάνατος θεός απ' όσους κατοικούνε στο συχνοχιόνιστο Έλυμπο και γύρω στις ραχούλες

Την εσπέραν εκείνην, παραμονήν των Χριστουγέννων του έτους 185 . . . δύο παιδιά κατήρχοντο με ζωηρά βήματα το λιθόστρωτον και οι πόδες των, ασυνήθιστοι εις τα πέδιλα τα οποία είχον φορέσει ίσως εκτάκτως την εσπέραν εκείνην, έκαμναν μέγαν κρότον επί των πλακών του εδάφους. Αμφότεροι εκράτουν ελαφράς ράβδους. Ο είς εκράτει φανόν με την άλλην χείρα. Ήτο εβδόμη ώρα. Νυξ αστροφεγγής και ψυχρά.

Αυτά 'πε και το μέγαρον εδιάβηκεν η γραία. 185 να παραγγείλη ογλήγορα των γυναικών να φθάσουν.

Είπε και εις όλους κίνησε τον πόθο των δακρύων• έκλαιγ' η Ελέν' η Άργισσα, του Δία θυγατέρα, έκλαιγεν ο Τηλέμαχος και ο βασιληάς Ατρείδης, 185 ουδ' είχεν ο Πεισίστρατος αδάκρυτα τα μάτια• ότι και αυτός τον άψεγον Αντίλοχο ενθυμήθη, 'που της Ηώς της φωτεινής είχε φονεύσει ο γόνος• τον ενθυμήθη κ' έλεγε με λόγια πτερωμένα•

την Ίλιον ακολούθησεν εκείνος τους Ατρείδαις με τα κυρτά καράβια του· εμ' Αίθωνα ονομάζουν· εγώ νεώτερος, αυτός καλήτερος και πρώτος. τότ' είδα εγώ κ' εξένισα εκεί τον Οδυσσέα· 185 σφοδρός τον έσπρωξ' άνεμοςτην Κρήτη απ' τον Μαλέα προς την Τρωάδ' ως έπλεε·τον Αμνισόν, εις τ' άντρο της Ειλειθυίας άραξε, 'ς τα δύσκολα λιμάνια, και μόλις αυτού ξύφυγεν απ' ταις ανεμοζάλαις.

Κι' έβαλε η σεβαστή θεά στην κεφαλή της γύρω δεσιά καινούργιακαι λεφκή έτσι είταν λες σαν ήλιος185 κι' ώρια σαντάλια απέ έδεσε στα λιμπιστά της πόδια.

Είπε, και με χρυσό ραβδί τον έγγιξεν η Αθήνη, και αφού πρώτα με φόρεμα καθάριο και χιτώνα τον σκέπασε, του ελάμπρυνε το σώμα και την νειότη• μελαχρινός πάλ' έγεινεν, εγέμισε η θωριά του, 175 και εις το πηγούνι ολόγυρα τα γένεια του μαυρίσαν. και αφού τούτ' έκαμε η θεά, τον άφησε• κ' εκείνος εις την καλύβα εγύρισε• και ο υιός του τρομασμένος αλλού την όψιν έστρεψε, φοβούμενος μην είναι θεάς• και τον προσφώνησε με λόγια πτερωμένα• 180 «Ξένε, τώρ' άλλοςτην μορφή μου 'φάνης απ' ό,τ' ήσουν• έχεις άλλα φορέματα, και άλλ' είν 'όλ' η θωριά σου• ένας συ θα 'σαι των θεών των ουρανοκατοίκων. αλλ' ίλεος γίνου, κ' ιερά θα δώσουμε αρεστά σου, και δώρα χρυσοσκάλιστα• ά! την οργή σου παύσε». 185

Δέφτερους τους ξακουστούς Σολύμους πήγε και βάρεσε· γι' αφτό τον πόλεμο διηγούνταν 185 πως τάχα απ' όλους τούδωκε τον πιο μεγάλο κόπο. Τρίτες τις αντροδύναμες ξεπάστρεψε Αμαζόνες.

Τότε έστειλε στον κάμπο τη χρυσοφτέρουγη Ίριδα με μήνημά του κάτου 185 «Τρέχα να πεις, γοργή Ίριδα, στον Έχτορά 'να λόγο.

Ω φωνάζουν όλα αντάμα Τα Ψαράκια, ω! τι θιάμα Σπίτια, δέντρα, όλα ένα 185 Νάτα καταποντισμένα. Φόβου τόπος πλιο δε μένει· Πέλαγος η οικουμένη· Ήρθε ήρθε ο καιρός μας. Είναι ο κόσμος εδικός μας. 190 Τι λες, Μάνα, είναι χρεία Να 'χομε άλλην υποψία; Μάλιστα, παιδιά μου, τώρα, Να φοβάστε είναι ώρα.