United States or Myanmar ? Vote for the TOP Country of the Week !


Κατόπι του ευθύς έφθασετα δώματ' ο Οδυσσέας, παρόμοιος με γέροντα τρισάθλιον ψωμοζήτη, οπ' ακουμπούσετο ραβδί και αχρεία ρούχα εφόρει. εκάθισετο φράξινο κατώφλι προς το δώμα, γυρτόςτον κυπαρίσσινον ωραίον παραστάτη, 340 'που ξυλουργός πότ' έξυσε κ' εστάφνισε με τέχνη. εκάλεσε ο Τηλέμαχος σιμά τον χοιροτρόφο, και άρτον επήρε ολάκερον απ' τ' εύμορφο καλάθι, και κρέας, όσο ανταμωταίς η φούχταις του χωρούσαν, κ' είπε• «Του ξένου δόσε αυτά και παρακίνησέ τον 345 να τριγυρνά ζητεύοντας προς όλους τους μνηστήραις• καλή δεν είν' η εντροπήτον άνδρα, 'πώχει ανάγκη».

Και ο συνετός Τηλέμαχος εκείνης αποκρίθη· «Τούτος ο ξένος· ότι αργός δεν συγχωρώ να μένητο σπίτι μ' όποιος τρέφεται και από τα ξέν' αν ήλθε».

Και ο συνετός Τηλέμαχος απάντησέ της κ' είπε• «Όλα, μητέρ', αληθινά θα σου αναφέρ' ως είναι.

τα πρόθυρα ο Τηλέμαχος ο ήρωας ωστόσο, 20 και ο λαμπρός του Νέστορα υιός, τ' αμάξι εστήσαν. εβγήκ' εμπρός κ' είδεν αυτούς ο μέγας Ετεωνέας, ο επιμελής θεράποντας του ενδόξου Μενελάου, και του ποιμένα των λαών εστράφη να το είπη. σιμά του εστάθη κ' είπε του με λόγια πτερωμένα• 25

Ραψωδία Ο Κ' η Αθήνητην πλατύχωρη την Λακεδαίμον' ήλθε, να συμβουλεύση τον λαμπρόν υιόν του μεγαθύμου του Οδυσσέα γλήγορα να υπάγητην πατρίδα. κ' ηύρηκε τον Τηλέμαχο και ομού τον Νεστορίδη, 'που επλάγιαζαντον πρόδομο του ενδόξου Μενελάου• 5 του Νέστορα ο λαμπρός υιός τότ' εγλυκοκοιμώνταν, αλλ' όχι και ο Τηλέμαχος• άγρυπνον τον κρατούσε, την θεία νύκτα ολόκληρην, η έννοια του πατρός του. σιμά του εστάθη κ' είπε του η γλαυκομμάτ' Αθήνη•

Και ο συνετός Τηλέμαχος απάντησεν εκείνης• «Μέντορα, πώς να υπάγω εγώ, πώς να τον χαιρετήσω; κ' εγώ 'μαι ακόμη αδίδακτοςτα μετρημένα λόγια• και να ερωτά τον γέροντα ευλάβειαν έχει ο νέος».

Και ο συνετός Τηλέμαχος απάντησέ του κ' είπε• «Ησύχαζε, και, αν μ' αγαπάς, πολλά μη του απάντησης• ο Αντίνοος το 'χει μάθημα καθέναν να ερεθίζη με σκληρά λόγια, καιαυτό κινεί και τους συντρόφους». 395

Και των μνηστήρων την καρδιάν ηύρ' εντροπή και λύπη• απ' το παλάτιτην αυλή σιμάτο μέγα τείχος εβγήκαν όλοι κ' έμπροσθεν της θύρας εκαθίσαν, και ωμίλησεν ο Ευρύμαχος, το τέκνο του Πολύβου• 345 «Έργον μέγα ο Τηλέμαχος κατώρθωσε μ' αυθάδεια, τέτοιο ταξείδι, κ' είπαμε 'που δεν θα το τελειώση. τώρα καράβι εξαίρετο με ναύταις λαμνοκόπους ας ρίξουμε, και σπουδακτά το μήνυμα να φέρουν των φίλων, όπως γλήγορα γυρίσουντην πατρίδα». 350

Είπε και εις όλους κίνησε τον πόθο των δακρύων• έκλαιγ' η Ελέν' η Άργισσα, του Δία θυγατέρα, έκλαιγεν ο Τηλέμαχος και ο βασιληάς Ατρείδης, 185 ουδ' είχεν ο Πεισίστρατος αδάκρυτα τα μάτια• ότι και αυτός τον άψεγον Αντίλοχο ενθυμήθη, 'που της Ηώς της φωτεινής είχε φονεύσει ο γόνος• τον ενθυμήθη κ' έλεγε με λόγια πτερωμένα•

Και ο συνετός Τηλέμαχος απάντησεν εκείνης• «Θάρρευε, μάννα• του θεού δεν λείπ' εις τούτα η γνώμη• και όμωσε, αυτά να μη τα ειπής της ποθητής μητρός μου, πριν παρά να 'λθη η ενδέκατη κ' η δωδεκάτ' ημέρα, ή πριν αυτή ποθήση με και ακούση πως εβγήκα, 375 όπως μη φθείρη κλαίοντας την εύμορφην ειδή της».