United States or Croatia ? Vote for the TOP Country of the Week !


Και ο συνετός Τηλέμαχος απάντησεν εκείνου• «Ευρύμαχε, κ' οι επίλοιποι σεις θαυμαστοί μνηστήρες, σας ούτε πλειά παρακαλώ για τούτα, ούτ' ομιλάω• 210 ότ' ήδη κ' οι αθάνατοι και όλ' οι Αχαιοί τα ξεύρουν. αλλά δόστε μου ογλήγορο καράβι και συντρόφους είκοσι, να με φέρουσιν εις το 'να μέρος, 'ς τ' άλλο, ότιτην Σπάρτη θε να βγω και στην αμμώδη Πύλο, για τον πατέρα, οπού καιρούς λείπει, να μάθω αν θα 'λθη, 215 ή των θνητών κάποιος μου ειπή ή την φωνήν ακούσω, 'που από τον Δί' ερχόμενη γεννοβολά την φήμη. και αν ο πατέρας ότι ζη και θα γυρίση ακούσω, τότε, και ας στενοχωρηθώ, έν έτος θα υπομείνω• και αν πάλιν ότι απέθανεν ακούσω και ότι εχάθη, 220 θε να 'λθω τότετην γλυκειά την γη την πατρική μου, μνήμα θα υψώσω του πατρός, κ' εντάφια, ως πρέπει, δώρα πολλά θα δώσω, κ' ύστερ' υπανδρεύω την μητέρα».

Το μάθατε κηόλα; ερωτά εκείνος, ποιος σας το πρόφθασε; — Ο καϋμένος ο Δημήτρης έτρεξε ευθύς και μας το είπεν, απαντά η σύζυγος του μεσίτου. — Κ' ελιποθύμησ' ευθύς, 'σαν τον στρατιώτην του Μαραθώνος, προσθέτει ο Τηλέμαχος, πρόσφατον έτι έχων εις την μνήμην του το ιστορικόν γεγονός, χάρις εις τας α π α ν τ ή σ ε ι ς ά ν ε υ ε ρ ω τ ή σ ε ω ν της «Ε β δ ο μ ά δ ο ς».

Και ο συνετός Τηλέμαχος απάντησέ της κ' είπε• «Να δώση ο Δίας, σύζυγος βαρύκτυπος της Ήρας• 180 και τότ' ευχαίς ωσάν θεάς κ' εκεί θα σου προσφέρω».

Είπε κ' επροπορεύθηκε κ' εκείνοι ακολουθούσαν. και όλα τα πήραν κ' έθεσαν μες το καλοστρωμένο καράβι, ως επαράγγειλεν ο γόνος του Οδυσσέα. 415 και ανέβηκε ο Τηλέμαχοςτο πλοίον, κ' εκυβέρνα η Αθηνά, κ' εκάθισετην πρύμνη• και σιμά της κάθισεν ο Τηλέμαχος• τα παλαμάρια κείνοι λύσαν, ανέβηκαν και αυτοί καιτα ζυγά καθίσαν, κ' ευθύς πρύμον τους έστειλεν η γλαυκομμάτ' Αθήνη, 420 τον Ζέφυρον 'που αχά σφοδρόςτο μαύρο κύμα επάνω• κ' επρόσταξε ο Τηλέμαχος αμέσως τους συντρόφους να πιάσουν τ' άρμεν'• άκουσαν την προσταγήν εκείνοι, κ' εσήκωσαν και άμ' έστησαντο κοίλο μεσοδόκι κατάρτι το ελάτινο, κ' έδεσαν με τα ξάρτια. 425 κ' έσυραν με πλεκτά λουριά τα ολόλευκα πανία• και μες τη μέση το πανί ο άνεμος φουσκόνει, καιτην καρίνα, ως σχίζεται, βροντή το μαύρο κύμα• κ' έτρεχ' εκείνο κ' έκοβε δρόμον πολύτο κύμα• κ' έδεσεν όλα τ' άρμενατο μαύρο το καράβι, 430 και με κρασί στεφάνωσαν κρατήραις οπού 'στήσαν, και των θεών εσπόνδισαν αφθάρτων, αθανάτων, και μάλιστα προς του Διός την γλαυκομμάτα κόρη. και ολονυκτής και την αυγήν εκείνο επροχωρούσε.

«Αντίνοε, τάχα ηξεύρομεν, ή άγνωστο μας είναι, πότ' έρχεται ο Τηλέμαχος απ' την αμμώδη Πύλο; με το καράβι μ' έφυγε, και το 'χω ανάγκη τώρα, να διαβώτην Ήλιδα, που δώδεκα φοράδες 635 μου βόσκουν, κ' έχουντο βυζί φιλόπονα μουλάρια αδάμαστα• και θα 'παιρνα κανένα να δαμάσω».

Τότε ο ξανθός Μενέλαος απάντησεν εκείνου• «Ω φίλε, αφού είπες φρόνιμα, όσ' άνθρωπος με γνώσι, και από σε μεγαλήτερος, ήθελε ειπή και πράξη• 205 τέτοιου πατρός, δεν ημπορείς ή φρόνιμα να λέγης• καλόγνωρ' είν' η γενεά τ' ανδρός, οπού ο Κρονίδης του γάμου και της γενετής ευτύχισε την ώρα, ως έδωκε του Νέστορα να ήναι ολοκαιρής του, και αυτός λαμπράτο σπίτι του τα γέρα να περνάη, 210 κ' υιούς να έχη συνετούς και 'ς τ' άρματα μεγάλους. κ' εμείς το κλάμμ' ας παύσουμεν, όπ' είχε γίνει πρώτα• του δείπνου ας κάμουμεν αρχή, και το νερότα χέρια ας χύσουν, και αύριο το ταχύ θα γίν' η ομιλία, οπού ο Τηλέμαχος κ' εγώ θα ειπούμε μεταξύ μας». 215

Αυτά 'πε και όλοι ωρκίσθηκαν όπως αυτός ζητούσε. και άμα τον όρκον ώμοσαν κ' επρόφεράν τον όλον, είπ' ο ιερός Τηλέμαχος• «Αν ν' αποκρούσης κείνον, 60 ω ξένε, σπρώχνει σε η καρδιά κ' η ανδρική ψυχή σου, από τους άλλους Αχαιούς κανέναν μη φοβήσαι, τι θα παλαίση με πολλούς όποιος εσέ κτυπήση. ξένος μου είσαι• οι βασιλείςτην γνώμη μου συντρέχουν, ο Αντίνοος και ο Ευρύμαχος, άνδρες και οι δυο με γνώσιν. 65

Αλλά τα χαρτία δυστροπούσι φοβερά, και μάτην επικαλείται η κυρία εις βοήθειάν της πάσαν δυνατήν και θεμιτήν καλπονόθευσιν. Τα χαρτιά απλούνται ήδη δι' ογδόην φοράν επί της τραπέζης, ότε η θύρα σημαίνει. Είνε η δεσποινίς Ασπασία και ο νεαρός Τηλέμαχος, υιός και θυγάτηρ του Κ. Περδίκη, επιστρέφοντες από του φαληρικού θεάτρου.

Και ο συνετός Τηλέμαχος απάντησέ του κ' είπε• «Δεν θα σε διώξω αν θ' αναιβήςτο ισόπλευρο καράβι• 280 αναίβα και μ' όσ' έχουμεν εκεί θα σε ξενίσω».

Αυτά 'πε η κόρη του Διός, η Αθήνη• κ' εσηκώθη άμ' άκουσ' ο Τηλέμαχος την θεϊκή φωνή της. και προς το σπίτι εβάδισε με την ψυχή θλιμμένη, κ' εύρεν αυτούτα μέγαρα τους ανδρικούς μνηστήραις 'πού γίδια σχίζαντην αυλή και χοίρους καψαλίζαν. 300 κ' ίσια προς τον Τηλέμαχον ο Αντίνοος γελώντας ήλθε, το χέρι του 'πιασεν, ωνόμασέ τον κ' είπε•