United States or Singapore ? Vote for the TOP Country of the Week !


Αντί κιτρίνου ποταμού έβλεπα ύδατα γαλανά· αντί μιναρέδων, φοινίκων και καμήλων, αμπέλους, ρωδιάς, αίγας, όρνιθας και χοίρους, και πολύ μάλλον παρά με Δερβίσην του Καΐρου, εύρισκα ότι ομοιάζει ο ηρειπωμένος εκείνος νεκροθάπτης με το φάντασμα ανθρώπου, τον οποίον είχα γνωρίση προ χρόνων πολλών ακμαίον εις την Σύρον, με σάρκα υπό το δέρμα, με οδόντας εις το στόμα, με μύστακα ανωρθωμένον, με λάζον εις την ζώνην και πολλάκις γαρούφαλον εις το αυτίον.

Η αφήγησις του Λουκά έχει ως εξής: Ην δε εκεί αγέλη πολλών χοίρων βοσκομένη· και ικέτευσαν αυτόν όπως επιτρέψη αυτοίς, εις τούτους εισελθείν. Και επέτρεψεν αυτοίς. Τότε εξήλθον τα δαιμόνια από του ανθρώπου και εισήλθον εις τους χοίρους. Και έπεσε πάσα η αγέλη επί τον κρημνόν και απεπνίγησαν».

Σφάζουν κρέατα! επανέλαβεν η γραία ως εν ονείρω λαλούσα. Σφάζουν πετεινούς σφάζουν χοίρους! Αλλά υπάρχουν και άνθρωποι οι οποίοι ούτε ψωμί ζεστό δεν έχουν να εορτάσουν τα Χριστούγεννα. Έννοια σου! Ταχειά που θαρθή ο καπετάνιος μου, να ιδής πετεινούς και όρνιθες.

Όταν το πρωί με την ανατολήν του ηλίου πηγαίνω έξω εις το Βαλάιμ μου, και εκεί εις τον κήπον του ξενοδοχείου εγώ ο ίδιος μαζεύω τα μπιζέλια μου, κάθωμαι, τα καθαρίζω και εν τω μεταξύ αναγινώσκω τον Όμηρόν μου· όταν εις το μικρόν μαγειρειό διαλέγω έν αγγείον, παίρνω βούτυρον, βάνω τα μπιζέλια μου στη φωτιά, τα σκεπάζω και κάθωμαι πλησίον για να τ' ανακατώνω κάποτε, τότε αισθάνομαι ζωηρά το πώς οι υπερήφανοι μνηστήρες της Πηνελόπης, έσφαζαν, έκοπταν και έψηναν βόδια και χοίρους.

Την δε πρωίαν ηυτήχησε να διηγηθή την οπτασίαν του εις τον πρώτον χοιροβοσκόν, ον συνήντησε παρά την ακρώρειαν. Ούτος δε καταλιπών τους χοίρους του εις τον ευλαβή ασκητήν, όπως ποιμάνη προσκαίρως αυτούς, επέστρεψεν εις το χωρίον και διηγήθη το πράγμα εις δύο τρεις άλλους.

Είχε διαβή πέραν της λίμνης προς ησυχίαν και ανάπαυσιν, επιθυμών να μεταδώση και προς τους ημιεθνικούς εκείνους τα ευεργετήματα της βασιλείας του Θεού. Αλλ' εκείνοι ηγάπων τας αμαρτίας των και τους χοίρους των, απέρριψαν δε τας ευεργεσίας Του, και Τον παρεκάλεσαν ν' απέλθη. Εκείνος απήλθεν, αλλ' ουχί εν οργή.

ΠΡΑΞΙΝΟΗ Δος μου, Γοργώ, το χέρι· και συ το χέρι να κρατής της Ευτυχίας, Ευνόη, και πρόσεχε να μη χαθής. Όλες μαζί να μπούμε· Ευνόη, κοντά μας πάντοτε. Αλλοίμονο, Γοργώ μου, μου ξέσχισαν το φόρεμα. Πρόσεχε συ, καϊμένε, το πανωφόρι μου. ΞΕΝΟΣ Κυρά, τι θέλεις να σου κάνω; μήπως είνε στο χέρι μου; όσο μπορώ, προσέχω. ΠΡΑΞΙΝΟΗ Καλέ, τι κόσμος είν' αυτός; σπρώχνονται σαν τους χοίρους.

Αυτά 'πε η κόρη του Διός, η Αθήνη• κ' εσηκώθη άμ' άκουσ' ο Τηλέμαχος την θεϊκή φωνή της. και προς το σπίτι εβάδισε με την ψυχή θλιμμένη, κ' εύρεν αυτούτα μέγαρα τους ανδρικούς μνηστήραις 'πού γίδια σχίζαντην αυλή και χοίρους καψαλίζαν. 300 κ' ίσια προς τον Τηλέμαχον ο Αντίνοος γελώντας ήλθε, το χέρι του 'πιασεν, ωνόμασέ τον κ' είπε•

Οι δε Εβραίοι του Λουγδούνου μετεχειρίζοντο τα παρά του Αυτοκράτορος αγορασθέντα διατάγματα ως οδόντας, ίνα κατατρώγωσι δι' αυτών τους χριστιανούς, φονεύοντες τους χοίρους των, κλέπτοντες τα παιδία, αναγκάζοντες τους δούλους αυτών να αγιάζωσι το Σάββατον και να εργάζωνται την Κυριακήν, πωλούντες ως κτήνη τους απειθούντας ή βαπτίζοντας τα τέκνα των, και αυτάς ακόμη των αρχιερέων τας παλλακίδας επιχειρούντες ενίοτε να εβραΐσωσιν.

Του κάκου φώναζε ο Ιουλιανός να μην κάμνουνε βαρβαρότητες όταν άκουσε πως αποκεφάλισαν ένα Πρεσβύτερο στο περιστατικό της Δάφνης. Αδύνατο να τους σταματήση. Στην Καισαρεία, στην Ιλιούπολη, σάλλα μέρη, σέρνανε χριστιανών κορμιά στους δρόμους, έσφαζαν αθώους, έρριχταν τα σπλάχνα τους σε χοίρους και σκυλιά, κι ο όχλος έτρεχε ξεφρενιασμένος κατόπι τους.