United States or Moldova ? Vote for the TOP Country of the Week !


Αίφνης ακούει το πρώτον λάλημα του αλέκτορος. Ο πετεινός, όστις με επτά όρνιθας εκοιτάζετο εις μικρόν διάφραγμα όπισθεν της μυλόπετρας και της χοάνης του αλεύρου, ως πασάς εις το χαρέμι του, είχεν αισθανθή την ώραν και εξέβαλε την συνήθη κραυγήν του. Η Αφέντρα, ήτις είχεν αρχίσει ν' αποναρκούται ήδη, χωρίς να κατακλιθή, αποτόμως εξύπνησε.

Έφερεν εις την οικίαν της, εξ όσων της έδιδον δι' αμοιβήν των εκδουλεύσεών της, ένα σάκκον με σίτον, ως μίαν οκάν τυρίου, δύο όρνιθας, ένα μάλλινο χράμι, το οποίον της εχάρισαν, και ολίγας δραχμάς μετρητά. Εκ τούτων επλήρωσε γενναιοφρόνως και τον ναύλον της Πορταΐταινας, διά να υπάγη κι' αυτή εις την εστίαν της.

Ενώ εζούσε το ελησμόνησαν, και τώρα το έκλαιαν και το εστόλιζαν. Το δε χώμα με το χόρτον και με το χαμόμηλον το έρριψαν εις τον δρόμον. Κανείς δεν εσυλλογίσθη το ταπεινόν άνθος, το οποίον είχε τόσον λυπηθή την κίχλαν και ήθελε τόσον να την παρηγορήση. Φρικτόν πράγμα! είπε μία όρνιθα. Δεν ημπορώ να ησυχάσω. Πρέπει να εξυπνήσω τας άλλας όρνιθας. Καλέ, ηκούσατε τι έγεινεν εις ένα ορνιθώνα;

Το πράγμα ήτο επικίνδυνον άλλως, διότι ο διδάσκαλος ήτο ικανός, όπως και άλλοτε, πριν συνάψη τον τόσω ατυχή αρραβώνα, έπραττε, να ψάξη εις της τσέπαις των μαθητών και να ρίψη τεμάχια του άρτου εις τας όρνιθας, βοσκούσας κατ' αγέλας εις το προαύλιον. Τέλος εσήμανε μεσημβρία.

Χαρούμενο 'ς τ' αρπάγια του τον έχει το σφαλάγγι. σ.140 Σφαλάγγι . Το φαλάγγιον των αρχαίων. Τα σερπετά μαυλίζει. σ. 140 Το μαυλίζω δεν λαμβάνεται ενταύθα επί της φαύλης σημασίας ην είχε παρά τοις αρχαίοις. Κυρίως σημαίνει, κράζω δι' ιδιαιτέρου τινος φθόγγου τα κατοικίδια πτηνά ή κτήνη. Τοιουτοτρόπως μαυλίζει τις ή μαυλά τας όρνιθας, τον αίλουρον, τον κύνα.

Προς κατανόησιν της εκδικήσεως ταύτης πρέπει να είπωμεν, ότι η τόσον σεμνή εκείνη παρθένος, η καλύπτουσα, οσάκις μετέβαινεν εις την αυλήν, με την χείρα τους οφθαλμούς διά να μη τους σκανδαλίσωσιν οι άθλοι του πετεινού, εζήλευεν εν τούτοις τας όρνιθας εις το βάθος της ψυχής της.

Επάνω από τας όρνιθας εκατοικούσεν η κουκουβάια με τον άνδρα της και τα παιδιά της. Όλα τα μέλη της οικογενείας αυτής είχαν εξαίρετα αυτιά και ήκουσαν τα λόγια των ορνίθων και εστρεφογύρισαν τα μάτια των, η δε Κυρία κουκουβάια ετίναξε τα πτερά της και είπε: — Μην ακούετε τι λέγουν. Υποθέτω όμως ότι ηκούσατε τας ανοησίας των εκεί κάτω.

Πολλάκις συνέβη να επιφοιτήση εις τον νουν μου ως όνειρον και οπτασία των νεανικών μου χρόνων η μαρμαρυγή των γενουηνσιακών πλακών, ενώ επιπόνως αναρριχώμαι εις τον ανήφορον της οδού Νικοδήμου, προσκόπτων ανά παν βήμα εις ζωντανάς ή νεκράς όρνιθας, εις λόφους κονιορτού, εις πυραμίδας σκουπιδιών, εις απόμαχα υποδήματα, εις φλοιούς καρπουζιών, εις μαύρους ρύακας παρά το πεζοδρόμιον ή ερυθρούς προ των μακελλείων.

Έγινε δε μέγας θόρυβος και οι δύο φιλόσοφοι συνεπλάκησαν και ήρχισαν ν' αλληλοκτυπούνται με τας όρνιθας εις τα πρόσωπα και σύροντες ο είς τον άλλον από τα γένεια εκάλουν εις βοήθειαν ο μεν Έρμων τον Κλεόδημον, ο δε Ζηνόθεμις τον Αλκιδάμαντα και τον Δίφιλον• και έλαβαν το μέρος οι μεν του ενός, οι δε του άλλου, εκτός μόνου του Ίωνος, ο οποίος έμεινεν ουδέτερος.

Και ετυπώθη εις την εφημερίδα, και είναι αληθέστατον ότι έν μικρόν πτερόν ημπορεί να γεννήση πέντε όρνιθας. Μίαν φοράν ήτο ένας βασιλεύς και είχεν ένα υιόν, τον οποίον ήθελε να νυμφεύση· αλλά ήθελε διά νύμφην του μίαν αληθινήν βασιλοπούλαν. Τον έστειλε λοιπόν να ταξειδεύση διά να την εύρη, και υπήγεν ο νέος από τόπον εις τόπον, αλλά πούποτε δεν εύρισκεν εκείνο το οποίον εγύρευε.