United States or Myanmar ? Vote for the TOP Country of the Week !


Και ετυπώθη εις την εφημερίδα, και είναι αληθέστατον ότι έν μικρόν πτερόν ημπορεί να γεννήση πέντε όρνιθας. Μίαν φοράν ήτο ένας βασιλεύς και είχεν ένα υιόν, τον οποίον ήθελε να νυμφεύση· αλλά ήθελε διά νύμφην του μίαν αληθινήν βασιλοπούλαν. Τον έστειλε λοιπόν να ταξειδεύση διά να την εύρη, και υπήγεν ο νέος από τόπον εις τόπον, αλλά πούποτε δεν εύρισκεν εκείνο το οποίον εγύρευε.

Επί τέλους, προς το βασίλευμα του ηλίου ησύχασεν ο θόρυβος. Αλλά το παπί δεν ετολμούσε να σαλεύση. Επερίμενε πολλήν ώραν πριν τολμήση να ιδή τι γίνεται τριγύρω του. Έπειτα εσηκώθη και επέταξε γρήγορα να φύγη από τον βάλτον εκείνον. Αλλά εις τον δρόμον το επρόφθασε μία φοβερά ανεμοζάλη. Επετούσε με δυσκολίαν από χωράφι εις λειβάδι και εγύρευε καταφύγιον. Όταν ενύκτωνεν, έφθασεν εις μίαν καλύβην.

Ίσως έλεγε μέσα του: «Τι ήθελα, τι γύρευα εγώ να του πω τέτοια πράμματα να τον δειλιάσω;... Αυτός είνε έτοιμος... αφορμή εγύρευε να μείνη μες τη μέση... και να κάμη Ανάστασι στον άγιο Χαράλαμπο».

Η μητέρα τον εμάλωνε πάντοτε για ταις ακαταστασίαις του, κ' εκείνος ο μακαρίτης αφορμήν εγύρευε για να ξωμένη, να ζη του κεφαλιού του. Εφτά μήνες είχαμε τον άρρωστο στο σπίτι, εφτά μήνες δεν επάτησε το κατώφλιο μας. Ως που αναγκάσθηκεν η μητέρα να τον στείλη μαζί μου στην Πόλι, πριν γιατρευθή όλως διόλου. — Και πώς είχε ξεπέσει στο χωριό μας; ηρώτησα εγώ. Και πώς συνέβη ν' αρρωστήση;

Εγύρευε δουλειά και τον εσύστησα σ' ένα καλό μέρος. Δραστήριο παιδί, φρόνιμο, με νου, δεν άργησε να συνάξη μερικά λεπτά και τώρα είνε δυο χρόνια που έχει ιδικό του μπακάλικο και μικρό καπελιό. Θετικό παιδί καθώς είνε, θα προοδεύση πολύ. Και ο καϋμένος θυμάται την καλωσύνην και . . . μ' αγαπά, είπε μετά τινα δισταγμόν ο Σοφοκλής. Η ιστορία ήτο αληθινή, ως επληροφορήθην κατόπιν.

Πριν όμως μ' απολογηθή τούτος, ο Γεροκαλαμένιος, ο φίλος μου, έστρεψε κατά πάνω μου τα δυο ματογιάλια του, — σα να μου γνώρισε τη φωνή κ' εγύρευε να ιδή αν είμαι ο ίδιος, — και σα με είδε κοντά του, γύρισε κατά τους άλλους κ' είπε: — Σταθήτε και το δασκαλόπουλο θα μας το δείξη τι φανερών' η εικόνα, μωρέ παιδιά. Το γνωρίζω γω, ξέρει πολλά πράματ' αυτό, και θάν' το ξηγήση.

Τότε τα ρούχα του έσχισεν απάνω απ' το τραπέζι, το μαντικό παιδί ευθύς, και με φωνή μεγάλη ρωτάει: ποιος εγύρευε να με σκοτώση εμένα; απάντησέ μου, γέροντα! η σκέψη ήταν 'δική σου και το ποτήρι έλαβα απ' το δικό σου χέρι. Παίρνει ευθύς το γέρικο το χέρι του και ψάχνει, και βρίσκει πεια στα φανερά τον γέρο για φονηά του.

Αλλοίμονο στο σιταρόσπειρο που πέφτη, στου μύλου τα δόντια! Εφτά ήμαστε στο μπαρκομπέστια και ο καπετάνιος οχτώ. Και οι οχτώ μάτι δεν εκλείσαμε, τσιγάρο δεν εστρίψαμε όλη νύχτα. Ντυμένοι με τους μουσαμάδες, άλλος εδώ και άλλος εκεί, κάτω από τις βάρκες, πίσω από το μαγεριό, στη ρίζα του καταρτιού, όπου επρόφτανε καθένας εγύρευε μέρος να σταθή.

Πριν όμως μ' απολογηθή τούτος, ο Γεροκαλαμένιος, ο φίλος μου, έστρεψε κατά πάνω μου τα δυο ματογιάλια του, — σα να μου γνώρισε τη φωνή κ' εγύρευε να ιδή αν είμαι ο ίδιος, — και σα με είδε κοντά του, γύρισε κατά τους άλλους κ' είπε : — Σταθήτε και το δασκαλόπουλο θα μας το δείξη τι φανερών' η εικόνα, μωρέ παιδιά. Το γνωρίζω γω, ξέρει πολλά πράματ' αυτό, και θαν' το ξηγήση.

και με σκοπόν την λύπην της εσύ να ξερριζώσης, την ηρραβώνισες ευθύς, και να την στεφανώσης διά της βίας ήθελες αμέσως με τον Πάρην. Απελπισμένη έτρεξεν εκείνη και με ηύρε, κ' εγύρευε βοήθειαν, και τρόπον να γλυττώση από τον δεύτερον αυτόν τον γάμον, ή αλλέως εις το κελλί μου ήθελε να σκοτωθή εμπρός μου. Τότε κ' εγώ, που των φυτών τα μυστικά γνωρίζω, της έδωσα ναρκωτικόν.