Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 2 Μαΐου 2025


Κ' ενώ γυρίσαμε τη σκέψη μας στους ανθρώπους αυτούς, που πρωτήτερα τους θεωρούσαμε μόνο σαν αναγκαίο συμπλήρωμα της δικής μας χαράς, άνοιξε η πόρτα του σπιτιού και στη λάμψη του ηλιού, που έπεφτε στη σκάλα, παρουσιάστηκε μια καμπουριασμένη γειτόνισσα και μας κοίταξε μ' ένα χαμόγελο, που έδειχνε πως μας γνώρισε.

Από τους άλλους λοιπόν κανένας δεν τα εγνώρισε· μα κάποιος Μεγακλής, που για τα γερατιά του ήτανε στην άκρη του τραπεζιού, καθώς τα είδε, τα γνώρισε και παραπολύ δυνατά εφώναξε: — Τι είν' αυτά, που βλέπω; τι μου γίνηκες κοριτσάκι μου; τάχατες κ' εσύ ζης; ή τα πήρε αυτά κανένας βοσκός που τα βρήκε κατά τύχη; Παρακαλώ σε, Διονυσιοφάνη, πες μου: από πού έχεις τα σημάδια; Μη ζηλέψης να βρω κ' εγώ την κόρη μου ύστερ' από το Δάφνη.

Με το μέσο της αγάπης της μητέρας του γνώρισε ο μικρός Σβεν όλον τον κόσμο γύρω του κ' επειδή αυτή η αγάπη ταίριαζε με τη δική του φύση, τη γεμάτη τρυφερή αφοσίωση, όπως κι αυτός ταίριαζε με κείνη, που κάθε μέρα του έδινε κάτι νέο, όλο και κάτι περσότεροέτσι ο Σβεν δεν μπορούσε να σκεφτή διαφορετικά παρά να εκφράζη φυσικά κι απλά, όπως του ερχότανε, καθετί που σάλευε, μεγάλωνε και ρωτούσε μέσα του.

Εάν είνε πιστός, φοβούμενος τον Θεόν, και ικανός να θυσιασθή διά τους αδελφούς του, γνώρισέ μου τον, είπεν ο Χίλων. — Είναι χριστιανός, κύριε, απεκρίθη ο Κουάρτος, διότι εκείνοι οίτινες εργάζονται εις του Δημά, είνε ως επί το πλείστον χριστιανοί. Υπάρχουν εργάται της ημέρας και εργάται της νυκτός.

Τότες στη γραμμή παντού τον πήγε ο κράχτης, κι' απ' τα δεξά τον έδειχνε στους βασιλιάδες όλους· κι' αφτοί σαν δεν τον γνώριζαν, όχι είπαν ένας ένας. 185 Μα δείχνοντας τον στη γραμμή παντού, σαν ήρθε τέλος στον άντρα που τον χάραξε και στο χαλκένιο κράνος τον είχε ρήξει, στο λαμπρό τον Αία, τότε απλώνει το χέρι ο Αίαςπάει κοντά και του τον δίνει ο κράχτηςτι με χαρά τον γνώρισε σαν τούδε το σημάδι.

Η μεγαλήτερη ευτυχία του είτανε το πως δεν απάντησε και δε γνώρισε ποτέ κακό, που να μην πίστευε πως μπορούσε να το νικήση με τη δύναμη και την υγεία. Τα δυστυχήματα, που φοβερίζανε να φανούν, είτανε σαν περαστικά σύννεφα, που χανόντανε στον ορίζοντα κι αφίνανε καθαρότερο τον ουρανό του. Έτσι πίστευε τουλάχιστο κι αυτή η πίστη είταν η πραγματικότητα, όπου ζούσε.

Πριν όμως μ' απολογηθή τούτος, ο Γεροκαλαμένιος, ο φίλος μου, έστρεψε κατά πάνω μου τα δυο ματογιάλια του, — σα να μου γνώρισε τη φωνή κ' εγύρευε να ιδή αν είμαι ο ίδιος, — και σα με είδε κοντά του, γύρισε κατά τους άλλους κ' είπε : — Σταθήτε και το δασκαλόπουλο θα μας το δείξη τι φανερών' η εικόνα, μωρέ παιδιά. Το γνωρίζω γω, ξέρει πολλά πράματ' αυτό, και θαν' το ξηγήση.

Ήταν ξυπόλυτη και οι τορνευτές της γάμπες έλαμπαν σαν να ήταν από μπρούντζο. Βλέποντας τον άντρα άφησε να πέσουν τα εσώρουχά της και γέλασε, ξεφωνίζοντας από χαρά μόλις τον γνώρισε. «Μπα, Γκριζέντα! Πας ακόμη στο ποτάμι; Ο άντρας σου το επιτρέπει;» «Γιατί, εκείνος δεν δουλεύει; Μήπως είναι άρχοντας; Εάν ήταν άρχοντας, εγώ θα ήμουν πεθαμένη τώρα. Λοιπόν, δεν θα μπείτε; Καθίστε.

ΙΩΝ Μην τύχη στης Πυθίας κ' ήλθες το βράχο πειο μπροστά; ΞΟΥΘΟΣ Εις της γιορτές του Βάκχου. ΙΩΝ Σε τίνος σπίτι έμεινες; ΞΟΥΘΟΣεκείνον που με γνώρισε με τα κορίτσια των Δελφών. ΙΩΝ Εις τα μυστήριά τους, ή θέλεις για να ειπής κι' αλλού; ΞΟΥΘΟΣ Εις των Μαινάδων τη γιορτή. ΙΩΝ Είχες σωστή τη' γνώσι σου, ή μεθυσμένος ήσουν; ΞΟΥΘΟΣ Επαραδόθηκα μ' αυτές στης ηδονές του Βάκχου.

Γνώρισε τη φωνή που είχε πρωτακούσει μέσα στα νερά της λίμνης, κρυμμένη κάτω απ' τη φτερούγα του κύκνου. Οι ανθρώποι του βασιλιά, που είχαν πάρει το ξένο βασιλόπουλο να το ρίξουν στα θηρία, λυπήθηκαν τα νειάτα του, το πήρανε μακρυά, όξω από τα σύνορα της χώρας, και του χαρίσανε τη ζωή.

Λέξη Της Ημέρας

αργογλιστρά

Άλλοι Ψάχνουν