United States or Saint Martin ? Vote for the TOP Country of the Week !


Αλήθεια, εις την ψυχήν μου, απήντησεν απαθώς ο Τρέκλας. — Αλλά πώς δεν μου τάλεγες πρωτήτερα, όταν ήλθες, αλλ' εφαίνεσο να είχες τόσην όρεξι. — Δεν ήθελα να σε τρομάξω από μιας αρχής, είπεν ο Τρέκλας. — Τι διάβολε! Και θα μας έλθουν κ' εδώ αυτοί οι καβαλλαρέοι; είπε μετ' αφελούς τρόμου ο Θευδάς. — Δεν ξέρω, δεν μου είπαν ακόμα τα σχέδιά των, είπεν ο Τρέκλας.

Θα σου πούνε κιόλα πως δε θα συμφωνούσαν ποτέ τους. Θα σου πουν ίσως και πως δε θα γίνονταν ο πόλεμος καθόλου αν προσπαθούσαν να συνεννοηθούν για τη μοιρασιά από πρωτήτερα. Ε, μα τότε γιατί τον έκαναν; Ας μη γίνουνταν ποτέ πόλεμος. Μήπως δεν έμενε πάντα το άλλο πολιτικό πρόγραμμα για να το ακολουθήσουν; Μήπως ήταν τάχα μπρος βαθύ και πίσω ρέμα; Κάποιος θα είχε συμφέρο για να γίνει, ο πόλεμος.

Και το τέλος: Άμα σβήστηκες τόσο πονούσες, είσουνα κύκνος και τραγουδούσες. Ούτε πρωτήτερα, ούτε υστερότερα το είχα ακούσει έτσι το τραγούδι αυτό. Ενώ τραγουδούσε ήρθανε τα παιδιά μέσα σιγά και στάθηκαν άφωνα στην πόρτα. Με κοιτάζανε ξαφνισμένα, σα να μην πιστεύανε κι αυτά ό,τι βλέπανε και τους απάντησα μ' ένα νέμα, ενώ τα μάτια μου δακρύσανε.

Αλήθεια; Εγώ και πρωτήτερα θα σου το έλεγα, είπεν η Αϊμά. — Πώς; γνωρίζεις εσύ τους δρόμους; είπε με σκληρόν τόνον ο Πρωτόγυφτος. — Δεν τους γνωρίζω, αλλά δεν ξέρω πώς μου εφάνη πως είμεθα πολύ μακρυά από το χωριό μας. — Α! έκαμε πτοηθείς ο Γύφτος. Και πώς εκατάλαβες ότι είμασθε μακρυά; — Έτσι μου εφάνη. — Έχεις λάθος, πρωτήτερα επηγαίναμε πολύ καλά, κορίτσι μου. Τώρα όμως . . . — Τώρα;

— Ω διάβολε! χιλίων ειδών λόγια μου λες. Με είδες ή δεν με είδες; — Σε είδα... δεν σε είδα... είπε διστάζων ο Τρέκλας. — Με είδες, δεν με είδες; — Δεν σε είδα, είπε τέλος ο Τρέκλας. — Λοιπόν εκοιμάσο; — Τώρα ήλθα. — Πρωτήτερα έλεγες ότι εκοιμάσο. — Εκοιμώμουν, είπεν ο Τρέκλας. — Αλλ' αφού ήλθες τώρα, πώς γίνεται να εκοιμάσο; Ή μην ήλθες κοιμώμενος; — Ναι, αυτό είνε, είπεν ο Τρέκλας.

Σωκράτης Βεβαίως, Άνυτε, μου φαίνεται ότι ενταύθα και υπάρχουν αγαθοί εις τα πολιτικά, και ότι έχουν υπάρξει ακόμη ουχί κατώτεροι αφ' ό,τι υπάρχουν αλλά μήπως έχουν γίνη και διδάσκαλοι αγαθοί της αρετής των; Διότι τούτο έτυχε να είναι το θέμα της ομιλίας μας· όχι αν υπάρχουν ή ουχί άνδρες αγαθοί ενταύθα, ουδ' αν εγεννήθησαν πρωτήτερα, αλλ' αν ειμπορή να διδαχθή η αρετή προ πολλού σκεπτόμεθα.

Κι όταν μπήκα στην κάμαρά μας, είδα πως τα δικά μου παράθυρα είχαν την ίδια θέα, που είπα πρωτήτερα, με τη διαφορά πως η θάλασσα φαινόταν από δω ακόμα σιμότερα. Στάθηκα πάλι εκεί και δεν ήξερα τι γινότανε μέσα μου εκείνη τη στιγμή. Μα την ίδια ώρα έπεσε η ματιά μου στη γυναίκα μου.

Πρωτήτερα μου τον εψήλωσες πολύ, παρετήρησεν ο Γύφτος· τώρα άρχισες να τον κατεβάζης ολίγο παρακάτω. — Είνε σωστόν, αλλά έτσι είνε τα πράγματα του κόσμου, είπεν ο ξένος φιλοσοφικώς. Εγώ τα έμαθα αυτά από τον κύριόν μου και δεν ξιππάζομαι. Όσον υψηλά και αν είνε κανείς, δεν ειμπορεί να έβγη έξω από την ανθρωπίνην φύσιν, ουδέ είνε ευχαριστημένος να ζη μοναχός του ως αγριόχοιρος.

Με το αλαφρό μου φόρτωμα στην αγκαλιά κατεβαίνω σιγά τους βράχους κι όταν γυρίζω βλέπω εκεί απάνω το σκοτεινό ίσκιο της γυναικός μου. Κάθεται, όπως καθότανε ο Σβεν πρωτήτερα, και τα μάτια της κοιτάζουνε στο σημείο, όπου βασιλεύει ο ήλιος κι όπου έχουνε σβήσει οι τελευταίες ρόδινες φλόγες.

Ω πονηρόν Τελώνιον, ζήτησε τώρα συ όποιον θάνατον θέλεις να σου δώσω· θέλεις να σε ρίψω εις το βάθος της θαλάσσης, όπου ήσουν και πρωτήτερα, και να παραγγείλω όλους τους ψαράδες να προσέχουν να μη ψαρεύουν εις τούτο μέρος, διά να μη ελευθερώσουν ένα τέτοιον αχάριστον και αδιάκριτον, Τελώνιον, που θέλει να ανταμείβη την ευεργεσίαν με αχαριστίαν δίδοντας κακόν αντί καλού;