United States or Niger ? Vote for the TOP Country of the Week !


Και κάθε τράγος είχε τις δικές του κ' επρόσεχε μήπως κανένας άλλος του τις καβαλικέψει κρυφά. Τα τέτοια πράγματα και τους γέρους ακόμη, αν τα βλέπανε, θα τους παρακινούσανε στην απόλαψη.

Με τον καιρό το μεγάλο τετράγωνο κεφάλι του εβούλιαξε ανάμεσα στα δυο καρβέλια κι' ο Γιαννάκης άρχισε να μεγαλώνη στα χρόνια, χωρίς να μεγαλώνη και στο μπόι. Οι γονείς του, σαν τον βλέπανε, λέγανε απομέσα τους. — Δεν πεθαίνει το καϋμένο να ησυχάση απ' τα βάσανα; Τι τη θέλει τη ζωή ;...

Άλλη μισή ώρα και θα προβάλη το χωριό σαν κοπέλλα μπροστά μας. Ο δρόμος τώρα κι ομπρός άλλαζε κάθε τόσο. Μια λιόδεντρα, μια χωράφια, κι άξαφνα μήτε λιόδεντρα μήτε χωράφια, παρά θεόρατοι λαξεμένοι βράχοι από την κάθε πλευρά. Και καθώς διαβαίνανε, μήτε πενήντα βήματα μπροστά τους δε βλέπανε με το να γύριζε ο δρόμος πότε δεξά πότε ζερβά στα βουνήσια εκείνα τα μέρη.

Χαρά και φως έξω, παρηγοριά κ' ελπίδα μέσα στις απλοϊκές, εκείνες τις καρδιές που είχαν ακόμα σταλαματιά πίστη και βλέπανε στο νου τους τη φάτνη με το Ουράνιο το Βρέφος στην αγκαλιά της Χαριτωμένης του μάννας. — Να η Λενιώ, που δεν μπόρεσες να τηνε δης στο Σκολειό. Έρχουνται κατά το δικό μας το μέρος. Κοντά μας στέκουνται σήμερα. Ξεχνώ αμέσως τις ψαλμωδίες, και γυρίζω να δω τη Λενιώ.

Τα ψηλότερα δένδρα, που τον βλέπανε να κατεβαίνη μια ρεματιά, αποκρίθηκαν: — Περπατάει. Ταγκάθια κ' οι πέτρες του μάτωσαν τα ποδάρια· μα περπατάει ακόμα. Ύστερα, σαν ανέβηκε στην κορφή του βουνού και χάθηκε πίσω απ' τα ψηλά έλατα, τα δένδρα δεν τον βλέπανε πια. Και ρώτησαν τα δένδρα το ψηλό το κυπαρίσσι: — Περπατάει ακόμα;

Τρώγανε τα λυσσακά τους να χυμήξουν όξω απ' το καΐκι, ροκανίζανε το παραπέτο με τα δόντια τους, όσο βλέπανε τον Αγγελή μπροστά τους. Εκείνος είχε σταματήσει απάνω στο μώλο και τα φοβέριζε με τα χέρια του, με το κεφάλι του, με τα πόδια, με όλο του το κορμί. Σηκώθηκε ο κόσμος στο πόδι. Απ' τον καφενέ πετάχτηκαν όλοι οι χαζοί και κάνανε γούστο.

Εκεί έφκολα άτι, σ' άμαξα καλόροδη δεμένο, δεν έμπαινε, μα βλέπανε, πεζοί αν θα κατορθώσουν.

Βλέπανε συχνά να περνούνε κάτου από τα παράθυρα της έπαυλης καΐκια φορτωμένα εφέντηδες, πασάδες, κατήδες, που τους έστελνε ο σουλτάνος εξορία στη Λήμνο, στη Μυτιλήνη στην Ερζερούμ· βλέπανε να έρχονται άλλοι κατήδες, άλλοι πασάδες, άλλοι εφέντηδες, που αντικαθιστούσανε τους εξωρισμένους και που τους εξορίζανε κι' αυτούς με τη σειρά τους· βλέπανε κεφάλια καθαρισμένα από τα αίματα, παραγεμισμένα με άχερα, που τα πηγαίνανε να τα παρουσιάσουνε στην Υψηλή Πύλη.

Εκειδά ήταν γυναίκες και εκειδά εγινόντανε αηδόνια. Εκειδά ήτανε κορίτσια και εκειδά γινόντανε άγγελοι με χρυσά μαλλιά και με χρυσές φτερούγιες. — Τι λες, Μα; διέκοπτον αι θυγατέρες της. — Ναι, επανελάμβανεν η μήτηρ. Τες βλέπανε οι άνθρωποι έξαφνα και τους έπαιρναν τη μιλιά! Από μερικούς έπαιρναν και τα μυαλά! — Τι λες, Μα; διέκοπτον πάλιν γελώσαι αι εύμορφοι θυγατέρες της Γερακούλας.

Τότες θα βλέπανε πως η δημοτική μονάχα βαστάει από την αρχαία, ενώ η καθαρέβουσα δεν είναι γλώσσα καθαφτό, δεν μπορεί το λοιπόν και να βαστάη από την αρχαία τη γλώσσα.