Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 12 Μαΐου 2025


Εκείνος άνθρωπος του κόσμου, της ζωής, του ξεφαντώματος, νιος της ξενευρισμένης εποχής, εκείνος που δεν άφησε να μη δοκιμάση σταλαματιά, σταλαματιά τη ζωή παράφορα και την ηδονή αχόρταγα, κουρασμένος και ξασθενισμένος, φαίνουνταν πως είχε βρη ξαφνικά το γιατρικό της παραλυμένης ζωής του μέσα στην ερημική αυτή γωνιά της γις.

Αν τα λόγια της αγάπης είναι της μάννας, τα πιώτερα τα λόγια του πόνου και της ζωής είναι των πρώτων συντρόφων μας. Ή της μάννας είναι ή των συντρόφων, κάθε χαρά ή λύπη, κάθε λαχτάρα ή απελπισία, κάθε μίσος, κάθε τρόμος ή θυμός που κλονίζει το νου μας, κάθε σταλαματιά που γυρίζει στις φλέβες μας είναι ζυμωμένα με την καταφρονεμένη τη γλώσσα που ντρεπόμαστε να την πούμε δική μας.

Τώρα η καπότα μου έγεινε δυσκολόβρετη. Την είχε αποκάτω του το πεσμένο σαμάρι του μουλαριού. Τα χρειάστηκα τώρα. Έπλεγαν 'ςτο νερό τα ποδάρια μου, μ' έπνιγε η βροχή αποπάνου, μώμπαινε από την τραχηλιά μέσα κατάσαρκα η σταλαματιά της, μου μούσκεσε τα σκουτιά, μου πόντιαζε το κορμί κ' έπεφτε κάτου, 'ςτα λαγαρά και 'ςτα σκέλια. Βόηθαε κι ο άνεμος.

Εκείνη κόρη του αγρού, γεννημένη στη δροσοστόλιστη και ηλιολουσμένη πρασινάδα του βουνού, κόρη αγνή κι ανήξερη, σταλαματιά νερού στον ήλιο, είχε ζήση τόσα χρόνια τόρα στον ήσυχο ορίζοντα του χωριού της.

Χαρά και φως έξω, παρηγοριά κ' ελπίδα μέσα στις απλοϊκές, εκείνες τις καρδιές που είχαν ακόμα σταλαματιά πίστη και βλέπανε στο νου τους τη φάτνη με το Ουράνιο το Βρέφος στην αγκαλιά της Χαριτωμένης του μάννας. — Να η Λενιώ, που δεν μπόρεσες να τηνε δης στο Σκολειό. Έρχουνται κατά το δικό μας το μέρος. Κοντά μας στέκουνται σήμερα. Ξεχνώ αμέσως τις ψαλμωδίες, και γυρίζω να δω τη Λενιώ.

Νάξερες πως κι' η πλιο μικρή Γλυκειά σταλαματιά του Μέσ' 'ς την καρδιά μου αρίφνητα Μου ξανανοιώνει μάγια. Νάξερες, ώμορφο βουνό. Τι πόθους μου ξανάφτει Κ' ένας ανθός σου ταπεινός Με τη μοσχοβολιά του. Νάξερες πως κι' η μυρουδιά Του χόρτου σου, του βάτου, Ονειροβότανου ακριβού Για εμένα μυρουδιά είναι!

Και τι άλλο μπορεί να σου πη παρά πως είναι φτάψυχο το ρωμαίικο, και σταλαματιά μοναχή να του μείνη, πάλι μεγαλώνει, και γίνεται απέραντη λίμνη, και πλημμυρίζει τον τόπο του.

Μακάρι να είταν τρελλού φαντασιά, κι όχι κορμί σπαρταριστό, ο Στεφανής που καβαλίκεψε το μουλάρι μου και κατέβηκε στη Μητρόπολη. Μακάρι να είταν της χολής του σταλαματιά τόνειρό του εψές αργά πρι να μ' ανταμώση, μακάρι να είταν ίσκιωμα, και να μην τάβλεπα με τα μάτια μου τέσσερα λείψανα στη χώρα που τα κουβαλούσαν πρωί χαραυγή, να μην τα δη ο κόσμος κι αποτρομάξη. Γαρουφ.

Εκείνα πούχαν μια φορά, Βριόνη, οι γέροντές σου. Ένα δικέφαλο αητό με τα φτερ' απλωμένα Κ' επανωθέ του το Σταυρό... — Θανάση... ναι ή όχι; — Όχι... δε δίνω σ' άπιστον ούτε μια φούχτα χώμα Από τη γη μου τη γλυκειά, ούτ' από τα νερά μου Δε δίνω μια σταλαματιά. — Το κρίμα στο λαιμό σου... Οσμάν!... πώς ήρθες;... τι θα πης;

Υποφέρω πολύ, γιατί έχασα ό,τι ήταν η μόνη ηδονή της ζωής μου· την ιερή ζωοποιό δύναμη, που μ' αυτήν έπλαθα κόσμους γύρω μου· πάει! — Όταν από το παράθυρό μου κυττάζω στο μακρινό λόφο, πώς ο πρωινός ήλιος σκορπά από πάνω του την ομίχλη και φωτίζει το ήσυχο λιβάδι, και το ήμερο ποτάμι έρχεται προς εμένα ανάμεσα των ιτιών, που βρίσκονται στις όχθες του ξεγυμνωμένες από φύλλα, — ω! όταν τότε η λαμπρή τούτη φύση μου φαίνεται χωρίς ψυχή, σαν μια βερνικωμένη εικόνα, και όλη η ηδονή ούτε σταλαματιά ευδαιμονίας μπορεί να τραβήξη από την καρδιά το μυαλό μου, και ο άνθρωπος ολόκληρος φαίνεται μπρος στο πρόσωπο του Θεού σαν στερεμένη βρύση, σαν άδειο βαρέλι ρίχτηκα συχνά κατά γης και εζήτησα από τον Θεό δάκρυα καθώς ένας γεωργός βροχή όταν ο ουρανός είναι μολυβένιος απάνω του και η γύρω του γη χάνεται από τη δίψα.

Λέξη Της Ημέρας

εδωροδοκήθη

Άλλοι Ψάχνουν