Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 21 Μαΐου 2025


Μια μέρα μ' έκραξε ο Αλής... Τα φρύδια του μαχαίρια, Το στόμα τάφος ανοιχτός... Μου λέγει... «Ομέρ Βριόνη »Απόψε τα κεφάλια τους...» Και βγάνει ένα δεφτέρι Οπού είχε μεςτον κόρφο του. Μου τώδωκε και φεύγει. — Δε θέλω να το μάθω. — Θυμήθηκα τον πάππο μου, πουτα γεράματά του Μώδινε πάντα μιαν ευχή, ποτέ να μην ξεχάσω... Ότ' είμαι... βασιλόπουλο.. — Μας τούπε και ο Κυρ Μάνθος.

Πριν σ' εύρωτη Δαμάστα, Σ' απάντησατα Γιάννινα. 'Σ τον ίσκιο του Βηζύρη Δεν ελημέριασες και συ; — Ομέρπασα Βριόνη, Πνίγει το δέντρο κι' ο κισσός με ταγκαλιάσματά του. — Κι' όταν το δέντρο ξεραθή και γύρη ταντιστύλι Θανάση Διάκε, κι' ο κισσός, το ξέρεις, γονατίζει. — Όχι, μα την ανάσταση του γένους μου, δεν πέφτει.

Ο ύπνος, πούναι της ψυχής κρυφό περιβολάκι Με χίλια μύρια βότανα για να γιατρεύη πόνους, Είχε γλυκάνη την καρδιά του Ομέρπασα Βριόνη Και τούχε σβύση τη χολή, την άγρια την αψάδα 'Σ τ' ανδρειωμένα σωθικά.

Εδιάβηκε η μαυρύλα Κ' έρχεται πάλαι η ξαστεριά. Θολός, συγνεφιασμένος Δε μένει τέτοιος ουρανός, ώρα πολλή δε μένει. — Καπνούρα, Μήτρε, καταχνιά... δε μας χασομεράνε. Όθε περάσουν, ερημιά, μένει το χώμα στείρο. — Έρχετ' εμπρός η Λιαπουριά με τον Ομέρ Βριόνη.. Διαμάντη, κύτταξε και συ, σαν και να σταματήσαν.

Το μυστικό που σούπα Μας δένει τώρ' από καιρό... Σπαθί, φωτιά, τουφέκι, 'Σ τους ξένους οπού επάτησαν τα χώματά μας, Διάκε. Εμέ με φτάνει η Αρβανιτιά, και τάλλα, απ' άκρηάκρη Να τα κρατήσετε όλα σεις, χώμα, κλαρί και πέτρα. — Κι' αφού σ' εκάμανε πασά, με μιας τα ονείρατά σου, Βριόνη, τα λησμόνησες και δούλος του Μεχμέτη Σκοτώνεις τους συντρόφους σου...

Κι' αν 'δής μες το φυσσάτο Να πηλαλάη τάλογο του Ομέρπασα Βριόνη, Πέτα, ροβόλα, κράξε με... Σύρε με την ευχή μουΆστραψε απ' άγρια χαρά το μέτωπο του κλέφτη, Εβρόντησαν τα χαϊμαλιά, ανέμισε η φλοκάτη, Έλαμψε ο Μήτρος μια στιγμή κ' εσβύστηκε σαν άστρο. Ο Διάκος τον συντρόφεψε για λίγο με το μάτι Κ' ύστερα πέφτει καταγής γονατιστός στην πέτρα. »Αδέρφια παλληκάρια μου!

Εκφέρεται δε και πληθυντικώς άλογα , αλλά τότε προστίθεται το πολλά, ολίγα , ή προσδιορίζεται ο αριθμός, εν ω διά του πρώτου χαρακτηρίζεται το είδος των μαχητών. » Να πηλαλάη τάλογο του Ομέρπασα Βριόνη » σ. 55. Πηλαλάει . Όταν ο ίππος οιστρηλατήται χρεμετίζων και ορθούμενος. »Έδωκες μιαν αχτίδα σου αθέρα στο σπαθί μου » σ. 57.

Διάκε, νερό κι αλάτι... Εσ' είσαι ακόμα ζωντανός, και τον Κιοσέ Βεζήρη Τον έχομετα νύχια μας, μ' ένα σου λόγο, σβυέται... Δεν ξέρω παρακάλεσαις, δε διακονεύω σχώρια... Στοχάσου... η ώραις φεύγουνε... και πες μου, ναι ή όχι; — Εψές τα παλληκάρια σου, Ομέρπασα Βριόνη, Το δαχτυλίδι μάρπαξαν και το φορείςτο χέρι.. Πριν απαντήσω... το φιλείς; — Και τι σημάδια φέρνει;

Εκείνα πούχαν μια φορά, Βριόνη, οι γέροντές σου. Ένα δικέφαλο αητό με τα φτερ' απλωμένα Κ' επανωθέ του το Σταυρό... — Θανάση... ναι ή όχι; — Όχι... δε δίνω σ' άπιστον ούτε μια φούχτα χώμα Από τη γη μου τη γλυκειά, ούτ' από τα νερά μου Δε δίνω μια σταλαματιά. — Το κρίμα στο λαιμό σου... Οσμάν!... πώς ήρθες;... τι θα πης;

Ψυχομαχάει κι' ακόμα Κρατεί τ' αυτιά του τεντωτά... Ομέρπασα Βριόνη Σου στέλνει χαιρετίσματα του Διάκου το μιλλιόνι. — Μήτρε, τα μετωρίσματα, παλληκαριά δεν είναι, Όπου είν' ο χάρος Βασιλειάς... Διαμάντη!...Τον δερβίση. — Θανάση, ως τώρα τρεις φοραίς τον έβαλατο μάτι Και δε μου δείχνει μέτωπο. Θα να τον τρώγη το αίμα. — Νάτος... Εξεσκεπάστηκε... Φωτιά... Διαμάντη... ρίξε...

Λέξη Της Ημέρας

δέτη

Άλλοι Ψάχνουν