United States or Poland ? Vote for the TOP Country of the Week !


Και ο ξανθός Μενέλαος απάντησεν εκείνης• 265 «Ναι, τούτα είν' όλ' αληθινά, γυναίκα, όπως τα λέγεις• ήδη πολλών εγώ 'μαθα την σκέψι και την γνώμη ανδρών ηρώων, και εις πολλά της γης εβγήκα μέρη• αλλ' άνθρωπον τα μάτια μου τέτοιον ποτέ δεν είδαν, ως ήταν μεγαλόψυχος ο φίλος Οδυσσέας. 270 όπως και αυτό κατώρθωσε με τόλμην ο ανδρείος, 'ς τ' άλογον ότε το ξυστόν οι πρώτοι των Αργείων όλοι κρυμμένοι εφέρναμε τον όλεθροτους Τρώαις• και συ 'λθες τότε αυτού• θεός πρέπει να σ' έχη σπρώξει, των Τρώων δόξαν θέλοντας να δώση• και σιμά σου 275 έρχονταν ο θεόμορφος Δηίφοβος• και γύραις τρεις έκαμες, την βαθουλή καθίστρα ψηλαφώντας. κ' εφώναζες με τ' όνομα των Δαναών τους πρώτους, με την φωνή της γυναικός του καθενός εκείνων. με τον Τυδείδη τότ' εγώ και ο θείος Οδυσσέας 280 ακούσαμε, καθήμενοιτην μέση, την βοή σου• κ' εμείς οι δυο με προθυμιάν ηθέλαμεν ορμώντας έξω να βγούμε, ή μέσαθεν ευθύς ν' αποκριθούμε• αλλ' όσο και αν ηθέλαμε, μας κράτησ' ο Οδυσσέας. και τα παιδιά των Αχαιών κει μέσα εσίγαν όλα• 285 ο Άντικλος ηθέλησε μόνος να σ' απαντήση• αλλά τον έσφιξ' ο Οδυσσηάςτο στόμα με τα χέρια τ' ανδρειωμένα, κ' έσωσε των Αχαιών το γένος, κρατώντας, ως 'που επήρε σε κείθε η Παλλάδ' Αθήνη».

Πέρα μακρυά σε ύψωμα, 'Σ την άκρη μιας κοιλάδος, Σε ύψωμα κατάσκιο, Σε δροσερά χορτάρια Εις κύκλον εκαθόντανε Όλα τα παλληκάρια, Που τόσω, τόσω δόξασαν Τ' όνομα της Ελλάδος. Τ' ανδρειωμένα τα παιδιά, Πουτης σκλαβιάς τη μέση Εκάμανε απόφασι Να ρίξουν το ζυγό τους, Ναυρούνε ή τη 'λευτεριά Ή τονέ θάνατό τους. Καιτην ομόνοια 'βάλανε Τον όρκο να τους δέση.

Ήτον εκείνος ο καιρός καιρός του &εικοσιένα!& . . . Πούν' τα χρόνια τώρ' αυτά! χρόνια χαριτωμένα, Χρόνια εκείνα λεβεντιάς, ανδρειωμένα χρόνια, Χρόνια που κάθε όνειρο, κάθε χρυσή ελπίδα, Και κάθε δάκρυ έλαμπε για μια. . . . για την Πατρίδα! Χρόνια, που εμείς τα θάψαμαν σκληρά, σε καταφρόνια.

Όθεν είσθε των Ελλήνων, Παλαιά ανδρειωμένα Κόκαλα εσκορπισμένα, Λάβετε τώρα πνοήν. Εξυπνήστε, για να ιδήτε Ήρωα στην Ιταλίαν Π' έδωκεν ελευθερίαν Κη έφθασε έως εδώ· Εξυπνήστε, για να ιδήτε Την μητέρα μας Γαλλίαν Που χαρίζει ελευθερίαν Εις της γης σας τον λαό. Εις τον κόλπον του Ανδριάτου Που φωλεύει ένα λειοντάρι Με φωνές χωρίς κοντάρι Το κρημνίζει εις την γην·

ΑΜΛΕΤΟΣ Αλλ' ούτ' εχθρός σου αυτό να λέγη εσυγχωρούσα· και μη τόσο σκληρά τ' αυτιά μου υποχρεώσης δικήν σου εις βάρος σου ν' ακούσουν μαρτυρίαν· καλώς γνωρίζ' ότι οκνηρός εσύ δεν είσαι. Αλλάτην Ελσινόρην τι ζητείς; Πριν φύγης θα μάθης από εμάς να πίνης ανδρειωμένα . ΟΡΑΤΙΟΣ Ήλθα, Κύριε, να ιδώ το ξόδι του πατρός σου.

Ο ύπνος, πούναι της ψυχής κρυφό περιβολάκι Με χίλια μύρια βότανα για να γιατρεύη πόνους, Είχε γλυκάνη την καρδιά του Ομέρπασα Βριόνη Και τούχε σβύση τη χολή, την άγρια την αψάδα 'Σ τ' ανδρειωμένα σωθικά.

Ταράξου συ και δείξε τουςτη Δύσι, 'ς την Ευρώπη, Πώς όλοι δεν κοιμώμαστε, . . . φυλάει καραούλι Ο γέρω-Ψηλωρείτης σου, αν Πίνδος και Ροδόπη Κοιμώνται, αν το γέρικο κοιμάται ακόμα Σούλι . . ., Αχ, δεν κοιμάται . . . 'ρήμαξε!! . Εκείναις ήτανε χρονιαίς ελληνικαίς αλήθεια· Τότ' έβραζε ζεστή καρδιάανδρειωμένα στήθηα!

ΡΩΣ Ο βασιλεύς μας έλαβε με αγαλλίασίν του Την είδησιν της νίκης σου· κι' όταν ακούη, Μάκβεθ, πόσην ανδρείαν έδειξεςτον πόλεμον, θαυμάζει και δεν ευρίσκει τι να 'πή διά να σ' επαινέση, κι' αρχίζει πάλιν να 'ρωτά της μάχης τα συμβάντα, κι' ακούει πώςτων Νορβεγών τ' ανδρειωμένα στίφη αντίκρυζες ατρόμητος τα έργα των χειρών σου, φρικτά θεάματα σφαγής!