Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 2 Μαΐου 2025


« Καραϊσκάκη! κύταξε » Το μαύρο μέτωπό μου, » Και παρατήρα τη βολή, » Που μ' έκαμε το βόλι, » Και άκουσέ με να σου πω, » Εις τη ζωή μου όλη » Πόσαις φοραίς πολέμησα » Τον άνομο εχθρό μου.» «Πρώτα, πρώτα πολέμησα «'Σ το Σούλι, 'ς την πατρίδα. » Καιτους Κουμτζάδες ύστερα, » Στα πέντε τα Πηγάδια, » Κ' εκεί ς' τα Γιάννινα σιμά » Γέμισαν τα λαγκάδια. » Με γενιτσαροπτώματα. » Εκεί! τον Άρη είδα

Δε θα λα τον λησμονήσω ποτές το Φώτο μου, μούλεγε, τι μώχει κάψει του μαύρου την καρδιά με το θάνατό του. Και κατά την παραγγολή που μ' άφινε στο ψυχομάχημά του, θα λα ξεθάψω μια μέρα τα κοκκαλάκια του και θα λα τα πάω στο Σούλι, γιατ' ο καϋμός του Σουλιού εστάθηκε θάνατός του. — Κι' ο καϋμός της Χάιδως. Είπα γω με το νου μου.

Πάρε τραγούδι μου φτερά, ξεφτέρι, αετός να γίνης Και πέτα γλήγορο μακρυά, πέτα κατά το Σούλι, Διάβαινε κάμπους και βουνά, κ' εκεί σαν απαράξης 'Στην Κιάφα απάνου ν' ανεβής, τρανή λαλιά να σύρης «Ο υιός του Νότη απέθανεν, ο υιός του Νότη πάει

Θα μας έβγαζε λόγο για τον ιερό το σκοπό της «Παιδείας». Θα μας έλεγε πως αυτή η έδρα που βλέπουμε, κ' οι άλλες που δεν πήγαμε να τις δούμε, είναι «Βωμοί Μουσών», είναι «άγκυραι εθνικής σωτηρίας», είναι «η δύναμις...» Με το συμπάθειο, καθηγητή μου, όμορφα πράματα λες, εμείς όμως συλλογιούμαστε κ' έν' άλλο, πως κάποια απελέκητα ξύλα από την Ύδρα κι από το Σούλι διδάξανε μια φορά το έθνος Χημεία πιο χρήσιμη απ' αυτήνα που άκουσα δω μέσα.

Β'. να εξοστρακισθή από το Σούλι ο Φώτος Τζαβέλας. Οι Σουλιώται εδέχθησαν και ο δυστυχής Φώτος, εις του οποίου την σπάθην ώμνυον πάσαι αι Αλβανικαί και Ελληνικαί φυλαί «του Τζαβέλα το σπαθί να με κόψη» σιδηροδέσμιος μετεφέρθη εις Ιωάννινα και εκείθεν μακράν της ορεινής και αρματωλικής Ηπείρου ως και το δημώδες άσμα υπομιμνήσκει. Μη προσκυνάτε, βρε παιδιά.

Ων δε τολμηρός και δραστήριος δεν άργησε να αναγνωρισθή και από τους κατοίκους, οι οποίοι δεν ετόλμων να εναντιωθώσι και από τους κατ' εκείνην την εποχήν πασάδες, εις τους οποίους δεν συνέφερε να τον καταδιώξωσι δι' όπλων, διότι είχον την προσοχήν των εις την Πελοπόννησον και εις το Σούλι.

Και πέταξα «'Σάν αστραπήτην Πλάκα. » Πιάνω καρτέρι των Τουρκών » Κ' ήθελα τους χαλάσει, «'Στο χέρι αν δεν πληγώνομαν, » Και μ' έφυγαντα δάση. » Φεύγω 'πό 'κεί και έφθασα «'Στο Σούλι μου, 'ς τη Λάκκα

Δε θα λα τον λησμονήσω ποτές το Φώτο μου, μούλεγε, τι μώχει κάψει του μαύρου την καρδιά με το θάνατό του. Και κατά την παραγγολή που μ' άφινε στο ψυχομάχημά του, θα λα ξεθάψω μια μέρα τα κοκκαλάκια του και θα λα τα πάω στο Σούλι, γιατ' ο καϋμός του Σουλιού εστάθηκε θάνατός του. — Κι ο καϋμός της Χάιδως. Είπα γω με το νου μου.

Αυτού που πας, πολέμαρχε, κι' αυτού που κατεβαίνεις, Πόσοι παλιοί σου σύντροφοι, θρεφτάρια του πολέμου, Να σ' αρωτήσουν καρτερούν για το καϋμένο Σούλι! Να μη δειλιάσης!..... Να το ειπής, ότι είνε σκλάβο ακόμα! «Νυκτών' η Παραμονή, αγαπημένε μου. Άλλους καιρούς, — θυμάσαι, — τα στενά και τα σταυροδρόμια μας εγιόμοζαν κόσμον από 'δω από την πόλη και από τα χωριά όξω.

Πάρε τραγούδι μου φτερά, σύρετο Κακοσούλι, Κι' αν δης να γίνη χλαλοή, κ' αν δης να πέσουν δάκρυα, Πέτ' από 'κεί χαρούμενοΑνατολή και Δύσι Να διαλαλήσης δυνατάτον κόσμο πέρα ως πέρα, Ότι, το Σούλι ακόμη ζη, ότ' είν' ακόμα ελπίδα. Κι' αν βρης νεκρίλα κ' ερημιά, κι' αν δεν ακούσης κλάυμα, Γύρνα τραγούδι μου φτωχό, κι' είνε θεϊκή κατάρα.

Λέξη Της Ημέρας

βασιλικώτερα

Άλλοι Ψάχνουν