United States or Saint Martin ? Vote for the TOP Country of the Week !


Α! ενθυμούμαι! θα είνε απ' εκείνα, που μας έφερε ταις προάλλαις εις το σχολείον ο Αλέξανδρος. — Σας έφερε εις το σχολείον ο Αλέξανδρος! εφώναξεν έντρομος η μήτηρ μου. Και τα επιάσατε σεις εις τα χέρια σας; Μη παιδί μου! μη, να σε χαρώ! Μην πιάσης ποτέ χαρτιά! Είνε αφανισμός! Είνε κατάρα! Αυτά τα χαρτιά κατήντησαν τον πατέρα του Σοφή εκεί που τον κατήντησαν.

Προστάζω να τον διώχνετε Θηβαίοι καθένας από τ’ αγνά τα σπίτια σας, γιατί μιαίνει, ως το μαντείον εκήρυξε, την πόλιν όλη. Εγώ λοιπόν το πρόσταγμα θενά τελέσω ο Φοίβος που μας έστειλε, και θα εκδικήσω τον σκοτωμόν του άμοιρου του βασιλέως. Κατάρα αφήνω, τούτα μου τα λόγια όλοι εις έργον να τα βάλετε, για το χατίρι της πόλεως, όπου φθείρεται, και το δικό μου.

Και τώρα ονείδιζε αν ημπορέσης εμένα και τον Κρέοντα, όσο κι αν θέλης° χειρότερη κανένας σου θνητός δεν θα ’χει τύχην από όσους τρέφονται στην γην ετούτη. ΟΙΔΙΠΟΥΣ Αλλά μπορεί τέτοια ν’ ακούη κανένας λόγια και να υπομένη; Πήγαινε σου λέγω γέρο στων θεών την κατάρα ! Πήγαινε πίσω σπίτι σου. Φύγε απ’ εμπρός μου. ΤΕΙΡΕΣΙΑΣ Ποτέ δεν θενα ’ρχόμουνα, αν δεν μ’ εκάλεις.

Ο Ποσειδώνας βέβαια έλειπε κάπου και τα στοιχειά ελεύθερα εβγήκαν εμπρός μου πίσω να πάρουν το λατρευτό δεντρί τους, ίσως στολίδι κ' ίσως αβρός σύντροφος στα παιγνίδια τους. Δεν ήταν θάλασσα εκείνη· ήταν θυμός και σείσμα, κατάρα και χολή, φαρμάκι της άβυσσος. Τη δόξα του θνητού επρόβαινε ζηλότυπο να την φιλονεικήση το αθάνατο.

Ω μαύρη και τελεία κατάρα του Οιδίποδα και της γενεάς του, ένα κακό μου πέφτει στην καρδιά μου σύγκρυο και σαν μαινάδα για τον τάφο τους εξέσπασα σε μοιρολόγια, ακούοντας το αιματοκύλισμα και τον κακό το θάνατο που βρήκαν· καταραμένη αλήθει’ αυτή του κονταριού τωνε η συναυλία!

Τέλος ο κυρ Δημητράκης είπε: — Θέλεις νάχης την κατάρα μου; — Όχι, αφέντη, είπεν ο νέος. — Σου λέω έδωκα τον λόγο μου. — Κ' εγώ έδωκα την καρδιά μου. — Άκουσε τι σου λέει ο κύριός σου, παιδί μ', Αγάλλο μ', είπεν η Αρετή. — Τον ακούω, μάννα· μα, αν δεν είνε θέλημα Θεού, δεν θα γείνη. — Δεν σου είπα, &ευχαί γονέων στηρίζουσι&.... παιδί μου; επανέλαβε δευτέραν φοράν ο γέρος.

Από την πολλή την εθνική μας την περηφάνεια, ταγαπούμε τα σκουλήκια που κρυφοτρών τη ρίζα της ρωμιωσύνης. Χαρήτε το καλοί μου σοφοί, για τα σας έγεινε το έθνος! Τυραννείτε το, και μη φοβάστε! Μια κατάρα δε θα σας ξεστομίση το έθνος.

Τα παιδιά βλαστημούσαν η γυναίκα χτυπούσε με τα χέρια της το κεφάλι της, τα κορίτσια έκλαιαν. Δεξιά, αριστερά, πέρα, η ίδια θλίψη, ο ίδιος πόνος, η ίδια κατάρα. Ο νοικοκύρης κίτρινος, κίτρινος, με σκυμμένο κεφάλι, και τα χέρια σταυρωμένα πίσω, κοίταζε μ' ανοιχτά μάτια, χωρίς να βλέπη. Είταν σαν τρελλός.

Διατί δε καί τινες των νεαρών πολιτευομένων εν Ελλάδι, δι' ους φαίνεται ότι πληρούται, δευτέραν φοράν, εις βάρος μας η κατάρα, την οποίαν ο θεός κατηράσθη διά του προφήτου Ησαΐου τον Ισραήλ, λέγων: Και οι νεανίσκοι άρξουσιν υμώνδιατί, λέγω, τόσον κακοζήλως, αν όχι και κακοπίστως, κραυγάζουσι κατά της πλουτοκρατίας; Τι τους κακοφαίνεται; qui veut la fin veut les moyens.

Δεν θέλω λέξιν να μου ‘πής· απόκρισιν δεν θέλω! Με τρώγ' η απαλάμη μου! — Ελέγαμεν, γυναίκα, πως δεν ευλόγησ' ο Θεός τον γάμον μας πλουσίως, διότι μας εχάρισεν αυτήν την κόρην μόνον. Αλλά μας έπεσε πολύ και τούτη, καθώς βλέπω. Δεν ήτον ευλογία του· ήτο Θεού κατάρα! Να μη σε βλέπω! ΠΑΡΑΜΑΝΑ Ο Θεός να την πολυχρονίζη! Αυθέντα, έχεις άδικον αυτά να της τα λέγης.