United States or Australia ? Vote for the TOP Country of the Week !


Εδώ στο βυζί με χτύπησε! ξαναείπε ο Γιώργης κρατώντας πάντα την απαλάμη του στην πληγή του. Σήκωσε τα μάτια του κατά τον Μήτσο γυρεύοντας θάρρος. — Δεν έχεις τίποτα! Δεξιά είνε! είπ' εκείνος. Μέσ' στη σάστισί τους κανένας δεν τον ρώτησε ποιος τονέ χτύπησε, ούτε ο ίδιος είπε τίποτε. Καθώς τον ανασηκώνανε, ο Βαγγέλης τον ρώτησε: — Τον είδες; Τον πήρε το μάτι σου; Ποιος σε βάρεσε, ρε Γιώργη;

Είχε την απαλάμη του διανοιγμένη στο πρόσωπό του απάνου, σα να φασκελωνόταν μοναχός του!.. — Ξαφνικό μεγάλο!.. — Η καψο-Λιακού επαραλόησε, ακούς. Επήρε τα βουνά ζουρλή η μάβρη, και τρέχει πίσωθέ της το χωριό, να την πιάσουν μην πέση πουθενά και γκρεμιστή, κι ακόμα να την πιάσουν, συφορά της!..

Αρχίζει πάλ' ο γέροντας το πρώτο διάβασμά του, Και μέσ' απώνα σύγνεφο τους έκραξε να ιδούνε Όπου ξεφύτρωνε πουλί πούχε διπλό κεφάλι... Πλατειά φτερούγια ολάνοιχτα. Στη μια την απαλάμη Βαστούσε δίστομο σπαθί και με την άλλη σφίγγει Στεφανωμένονε Σταυρό. Ολόγυρά του αχτίδαις Και ξημερώματα γλυκά, και ξαστεριά και λάμψη...

Σκούπισε τα δάκρυά του με την απαλάμη και, σα μεθυσμένος απ' το μεράκι του, σήκωσε πάλι μια φωνή γλυκειά και κρουσταλλένια: «Ωχ! Αγγελικούλα μουΌλοι κλαίγανε τώρα. Γιατί κλαίγανε κι' αυτοί δεν το ξέρανε. Το μεγάλο τετράγωνο φανάρι είχε σβύσει ανάμεσα στα κλαδιά.

Δυο πιστολιές ακούστηκαν στο σούρουπο, και καταμεσής στη σκάλα του λιμανιού, πλημμυρισμένη από κόσμοότι ήταν φτασμένο το βαπόριένας άνθρωπος έφερε βιαστικά την απαλάμη στο στήθος, κλονίστηκε στα πόδια του κ' έγειρε απάνω σε δυο ξένα χέρια, που απλώθηκαν να τον βαστήξουν. Ο φονιάς τού την είχε ανάψει από κοντά, στήθος με στήθος, πριν προφτάση καλά-καλά να τον καταλάβη.

Αμ ό,τι βλέπουνε δα κ' οι καψερές απ’ τις μεγάλες μας που πάνε στα παλάτια και με ταυτοκίνητα . . .» Και γι’ αυτά κι αυτά το συλλογιζόταν η Κερά-Δημήτραινα πολύ να τις παντρέψη τις κόρες της, γιατί τώρα καθώς κατάντησαν κ' οι νέοι. . . «Μη βλέπεις εσύ που πίτυχες το καλό το παλληκάρι που σου φέρνει του πουλιού το γάλα μέσα στην απαλάμη . . και πάλι να που σ' αφήνει και μονάχη σου, άρρωστη ελεεινή, και πάει αυτός να γλεντήση!

Δεν θέλω λέξιν να μου ‘πής· απόκρισιν δεν θέλω! Με τρώγ' η απαλάμη μου! — Ελέγαμεν, γυναίκα, πως δεν ευλόγησ' ο Θεός τον γάμον μας πλουσίως, διότι μας εχάρισεν αυτήν την κόρην μόνον. Αλλά μας έπεσε πολύ και τούτη, καθώς βλέπω. Δεν ήτον ευλογία του· ήτο Θεού κατάρα! Να μη σε βλέπω! ΠΑΡΑΜΑΝΑ Ο Θεός να την πολυχρονίζη! Αυθέντα, έχεις άδικον αυτά να της τα λέγης.

Δεν πειράχτηκα! είπε ο Γιώργης με καλωσύνη τώρα. Μη με ξεσυνερίζεστε. Στο σπίτι είπα! Τα λίγα λόγια που είχε πει τον κουράσανε. Έβαλε την απαλάμη στο στήθος του κ' έγειρε το κεφάλι του απάνω στο στήθος του φίλου του. Ξεκινήσανε.