Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 9 Μαΐου 2025


Τι παράξενη νύχτα και τι κρύο σκοτάδι, σα να γερνούνε στον αέρα φαντάσματα. Ας κάμουμε το σταυρό μας κι ας μείνουμε δω καμμιάν ώρα, ώσπου να λαλήξη κι ο πετεινός. Περμ. Να πάη, λέει, ολομόναχη στο κοιμητήριο και να μυρολογάη απάνω από τα παιδιά της, κ' ύστερα να γυρεύη να γκρεμιστή! Κι ας την πάνε στο Μοναστήρι μια και καλή την κακόσυρτη, νάχουν την έννοια της οι καλόγριες. Πιπ.

Είχε την απαλάμη του διανοιγμένη στο πρόσωπό του απάνου, σα να φασκελωνόταν μοναχός του!.. — Ξαφνικό μεγάλο!.. — Η καψο-Λιακού επαραλόησε, ακούς. Επήρε τα βουνά ζουρλή η μάβρη, και τρέχει πίσωθέ της το χωριό, να την πιάσουν μην πέση πουθενά και γκρεμιστή, κι ακόμα να την πιάσουν, συφορά της!..

Και λένε, τάχαΧριστός κοντά μας! — ο μαβρο-Λιάκας ξεβρυκολάκιασε, ακούς, γιατί τον είχαν ζωντανό θαμένον. Κι αφτός, λέει, εβγήκε από την Κατουγής στον Απανωκόσμο, κ' επήγε κ' έπνιξε στον ύπνο τον παπά. Κι αφτός εσήκωσε το νου της άμοιρης γυναίκας του, που επήρε τα βουνά, και τρέχει το χωριό τόρα ανάστατο πίσω της, να την πιάσουν, μην πέση πουθενά και γκρεμιστή και γίνη το κακό μεγάλο...

Μόνο τάρμενα που τούλειπαν. Η νύχτα δεν περνούσε από την ώρα που άφησε υγεία ο Γιαννιός. Τα μεσάνυχτα η σοροκάδα είχε δυναμώσει, χαλούσε κόσμο. Η Ουρανίτσα συντρόφευε τον πατέρα της στο νυχτέρι. — Δεν πας να γύρης, βρε κορίτσι; Για μένα κάθεσαι; — Σ' αφίνει να κοιμηθής κι' αυτή η τρελλονοτιά; Λες και θα γκρεμιστή το σπίτι! είπε η Ουρανίτσα.

Κ' ενώ ακόμη αυτή έλεγε κι ο Διονυσιαφάνης εφιλούσε τα σημάδια κ' έκλαιγε από περίσσα χαρά, ο Άστυλος ακούγοντας ότι είναι αδελφός του, αφού επέταξε το πανωφόρι του, έτρεχε κατά το περιβόλι θέλοντας να φιλήση πρώτος το Δάφνη· Και σαν τον είδε ο Δάφνης να τρέχη με πολλούς και να φωνάζη, νομίζοντας ότι έτρεχε επειδή ήθελε να τον πιάση, αφού επέταξε χάμω το ταγάρι και το σουραύλι έφευγε κατά τη θάλασσα για να γκρεμιστή από το μεγάλο βράχο.

Πρώτος οχτρό ο Αντίλοχος χαλκόπλιστο σκοτώνει, το Χέπωλο, ένα απ' τα καλά των Τρώων παλικάρια· αφτόνε πρώτος βάρεσε στου φουντερού του κράνους τη λάμα ομπρός, και τούμπηξε στο κούτελο του τ' όπλο, 460 κι' ως μέσα η μύτη χώθηκε το κόκκαλο περνώντας, και του σκοτείνιασε το φως· σαν πύργος τότες χάμου γκρεμίστη ο νιος μες στην καρδιά της λυσσασμένης μάχης.

Τάκουγε η Ασήμω, και θαρρώντας τα πως είταν του κόσμου η κατάκριση κ' η καταλαλιά για τη συφορά της, σπαράζουνταν τα σηκώτια της, θόλωνε ο νους της, κ' έτσι της ερχότανε νανατιναχτή και να γκρεμιστή από την άκρη του βράχου, και μαζί με τα κόκκαλά της να σπάση κάθε της λαχτάρα και κάθ' ελπίδα μια και καλή.

Λέξη Της Ημέρας

εδωροδοκήθη

Άλλοι Ψάχνουν