Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 10 Μαΐου 2025
Μόνο τάρμενα που τούλειπαν. Η νύχτα δεν περνούσε από την ώρα που άφησε υγεία ο Γιαννιός. Τα μεσάνυχτα η σοροκάδα είχε δυναμώσει, χαλούσε κόσμο. Η Ουρανίτσα συντρόφευε τον πατέρα της στο νυχτέρι. — Δεν πας να γύρης, βρε κορίτσι; Για μένα κάθεσαι; — Σ' αφίνει να κοιμηθής κι' αυτή η τρελλονοτιά; Λες και θα γκρεμιστή το σπίτι! είπε η Ουρανίτσα.
Η γρηά ρουχάλιζε δίπλα, στα ρούχα. «Άλλη σοροκάδα», όπως έλεγε ο γέρος. Ο νους της Ουρανίτσας ταξίδευε. Όλοι ταξίδευαν εκεί μέσα. Η γρηά με τη σοροκάδα, ταξίδευε κι' αυτή στον ύπνο της. Κάποτε κάποτε βογγούσε και τιναζότανε στο στρώμα. «Μ' εμένα τάχει, έλεγε ο καπετάν Λαλεχός, η μάννα σου.
Το κόττερο του καπετάν Ανδρέα που εγλύτωσε σε μια σοροκάδα, σαν αυτή τώρα· γολέτα του καπετάν Μαΐστρου φορτωμένη κάρβουνα ολίγον έλειψε, να καή όταν έπιασαν φωτιά τα καρβουνάδικα στην Πόλι· η βάρκα του μπάρμπα Γιαννιού, οπού ανετράπη έξω από το λιμάνι από ένα σαγανάκι και δεν έπαθε τίποτε· όλα ήσαν εκεί εις την Παναγίαν την Λημνιάν αναθήματα.
Οι αρμοί της «Αθηνάς» έτριξαν στο σκαμπανέβασμα, ο καπετάνιος βογγούσε. — Βόγγα συ και βόγγα γω, είπε ο Μοναχάκης στενάζοντας, ο Θεός να βάλη το χέρι του με τούτη τη σοροκάδα. Δεν είχε γύρει ακόμα στην κουκέτα του κ' ένα κρακ δυνατό ακούστηκε απ' την κουβέρτα, σα σπάσιμο αλυσίδας. — Φλώκο παιδί μου, στην κουβέρτα γλήγορα. Μας έσπασε το τιμόνι. Ο Φλώκος μια και δυο βρέθηκε απάνω.
Διότι είχαν προσορμισθή παρά τινα αλίμενον παραλίαν ερημονήσου, διά να φορτώσουν τυριά, αλλ' η &σοροκάδα& με μισό φορτίον τους παρέσυρεν έξαφνα, κόψασα την άλυσιν της αγκύρας, αφαρπάσασα και την μικράν βαρκούλαν.
Ήταν παιδί της θάλασσας. Το σώι της ένα σώι μαρινάρων. Πες πως είχε αναστηθή μες στη θάλασσα. Το σπίτι τους μύριζε κατράμι. Δεν ήταν σπίτι, ήταν καράβι· μόνο τάρμενα που τούλειπαν. Καθώς ήταν απάνω στο γιαλό, όταν έπαιρνε η σοροκάδα, σάλεβε αλάκερο σαν να ταξίδευε καταμεσής του πελάγου. Τα κύματα που έσπαζαν στο μώλο, ξέπλεναν τα ντζάμια του και θαλάσσωναν το πάτωμα, σαν κουβέρτα καραβιού.
Την άλλη μέρα η σοροκάδα έγινε με τα όλα της φωτιά. Ένα μπάρκο και μια γολέττα Γαλαξειδιώτικη, που τους ακολουθούσαν, τούδωκαν στα πρίμα, πόδισαν. Ο λοστρόμος άρχισε να τα χρειάζεται. — Καπετάνιο, η γολέττα και το μπάρκο, πρωτοτάξιδο μπάρκο! τούδωκαν, πάνε.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν