United States or Norway ? Vote for the TOP Country of the Week !


Τόσο μεγαλόπρεπη είταν πάντα η θεωρία του, που σαν ταξίδευε νέος με το Διοκλητιανό στην Παλαιστίνη, τότες που τον πρωτοείδε κι ο βιογράφος του ο Ευσέβιος, ο κόσμος όλος είχε να κάμη μαζί του. Κατά τα τέλη της ζωής του όμως λέγουν πως η όψη του παρακοκκίνιζε, και φαινότανε σαν παθιασμένος από δερμική αρρώστια. Τα μάτια του όμως λιονταρίσια πάντα, καθώς και τάλεγαν.

Θαρρεί στον ύπνο της, πως μ' έχει αρπάξει από τα γένεια και με τινάζει, γιατί τις μιλάω για τα περιστέρια της Βενετιάς». Ο καπετάν Λαλεχός ταξίδευε κι' αυτός, καθώς έστρηβε τις αλογότριχες. Όλο και στα κανάλια της Βενετιάς βρισκότανε, όλο και την πλατέα του Σαν- Μάρκου έβλεπε μπροστά του. Όλο και περιστέρια πετούσαν γύρω του και τα τάιζαν οι Βενετσάνες στα κάτασπρα χεράκια τους.

Και μοναχή της να ταξίδευε με τον αγωγιάτη, δεν εκιντύνευε ποτέ. Μα για κάθε κακό ένας δικός της την είχε παραδώκει στην προστασία και στην ευθύνη του νιου τ' αντρόγυνου. Το βράδυ κονέψαμε σ' ένα μοναστήρι παλιό και μεγάλο, κατάστρατα στην ερημιά. Όσο να φτάκουμ' εδώ, όλο τον κάμπο, που διαβήκαμε, τον εσήκωσα με τα σωστά στο πόδι εγώ με τα τραγούδια και με τα εύθυμα λόγια μου.

Ποίος δε θυμάται σπάσιμο παιχνιδιού, φταίξιμο που δεν κρύβεται, ποιος δεν έννοιωσε κοφτερό μαχαιράκι στην καρδιά του σαν έφευγε κανένας αγαπημένος από το σπίτι, ή κι από τη γειτονιά; Εγώ τονε θυμούμαι ακόμη το φίλο μου το Ζανούλη σαν ταξίδευε για την Ίμπρο με τον πατέρα του. Ράγιζε η καρδιά μου. Είτανε βράδυ όταν με πλάκωσε η θλίψη αυτή.

Δεκάξη χρονών αγόρι, αμούστακο σαν κορίτσι, αγνώριμο, με χίλια όνειρα και με δίχως κόσμου πείρα, κ' ίσια στην Πόλη, στο Φανάρι, σε κάποιου Κυρ Φωτάκη, ενός που γνώριζε από τα παλιά το γέρο μου σαν ταξίδευε, και που τι είταν η δουλειά του καλά καλά δεν το γνώριζα, ζουγράφιζε όμως κάποτες άγιες εικόνες, και με πολύ καμάρι τις κοίταζε κι άδικο δεν είχε, γιατί όλοι του οι Άγιοι Νικόλαοιτη χάρη τους νάχουμε — ο ένας από τον άλλονα μήτε τρίχα διαφορά!

Μα ο νους μου ταξίδευε μακριά, πολύ μακριά από την καρδιά της πατριώτισσας Μαριγώς. Την καληνύχτισα, κ' έφυγα. Τέτοια σπίτια θα βρης εδώ πέρα πολλά. Μην το θαρρής όμως πως είναι όλα τους μιναρέδες σαν του Θοδωράκη το σπίτι. Έχει και δυο τρία Ρωμιόσπιτα. Εκεί παραμέσα στέκουνταν ένα τα χρόνια κείνα, ανάμεσα σε κάτι χαλάσματα, κοντά στους Τούρκικους τους μαχαλάδες.

Τέσσερα μερόνυχτα ταξίδευε η φωτιά από τανατολικά στα δυτικά, και πάλε από τα βόρεια στα νότια. Το περίλαμπρο Σενάτο, ξαναχτισμένο από τον Αρκάδιο, το «Νυμφαίο» αντίκρυ του, παλάτι που πήγαιναν και παντρεύουνταν όσοι δεν είχανε δικά τους σπίτια, και πλήθος μέγαρα και μεγαλόσπιτα, ξολοθρεύτηκαν όλα.

Αυτά λοιπόν, παιδί μου... ξαναείπε ο αστυνόμος στην ψυχοπαίδα, που την είχανε πάρει τώρα τα κλάματα και σκούπιζε τα μάτια της με την ποδιά της. — Αυτά, κυρ-αστυνόμε! Κακός άνθρωπος δεν μπορώ να το πω πως ήτανε ο αφέντης. Θα με κολάση ο Θεός! Κι' απ' τον καιρό που ταξίδευε, όλα τα καλά του κόσμου τάφερνε στην ψυχομάννα μου. Και στολίδια και διαμαντικά και τζοβαΐρια!

Η γρηά ρουχάλιζε δίπλα, στα ρούχα. «Άλλη σοροκάδα», όπως έλεγε ο γέρος. Ο νους της Ουρανίτσας ταξίδευε. Όλοι ταξίδευαν εκεί μέσα. Η γρηά με τη σοροκάδα, ταξίδευε κι' αυτή στον ύπνο της. Κάποτε κάποτε βογγούσε και τιναζότανε στο στρώμα. «Μ' εμένα τάχει, έλεγε ο καπετάν Λαλεχός, η μάννα σου.

Η γυναίκα μου είταν ευχαριστημένη, όπως πάντα όταν ταξίδευε στη θάλασσα, χωρίς όμως να δείχνη πως το ταξίδι έδινε κάποια ωρισμένη διεύθυνση στους στοχασμούς της. Όλη η ιστορία είτανε γι' αυτή ένα μακρινό θαλασσινό ταξίδι, τωραιότερο που έκανε, τίποτε όμως περσότερο.