Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 17 Μαΐου 2025
Νωθρές κότες που τσιμπιόντουσαν κάτω από τα φτερά τους, ζωηρά γατάκια που κυνηγούσαν ροδαλά γουρουνάκια, περιστέρια λευκά και γλαυκά, ένα γαϊδούρι δεμένο σ’ έναν πάσαλο και τα χελιδόνια στον αέρα έδιναν στην αυλή την όψη της Κιβωτού του Νώε.
Μετράει εκεί με το κομπολόγι τις άγονες ώρες του. Όρεξη μου έρχεται νάμπω αθώρητος, και θα κάμης καλά να με συνοδέψης. Δροσερή πρασινάδα. Λουλούδια και βότανα όσα θέλεις, παντού. Σε λιγοθυμάει η βαρειά μυρουδιά τους, που λες κι ο αέρας να την πάρη στα φτερά του και να πετάξη δε δύνεται. Άφωνα μας χαιρετούν τα κόκκινα ψάρια στη γούρνα, με μύρια τρυφερά γογγυτά τα περιστέρια στον ηλιακό.
Βεβαίως η βάρκα θα έπλεε ξυλάρμενη· εντός ολίγου έπρεπε να έλθουν. «Όπου είνε, θα φανούν». Την δευτέραν νύκτα ο Πάπος «εκάτιασε» πάλιν ή «εκούρνιασε», καθώς αι όρνιθες και τα περιστέρια, εις το σπίτι με τους τρεις τοίχους και την μισήν στέγην.
— Κύττα την πώς έγεινε η γουστερίτσα! έλεγαν τάλλα τα κορίτσια. Απ' την κακία της κατάντησε έτσι. Θαρρεί πως αυτή είνε κι' άλλη δεν είνε. Εκείνη τη νύχτα είχε δει ένα παράξενο όνειρο. Ένα κάτασπρο περιστέρι με μια κόκκινη κορδέλλα στο λαιμό — καλή ώρα σαν τα περιστέρια της Βενετιάς που έλεγε ο πατέρας της — ήρθε κ' εκάθησε στο παράθυρό της. Και κάτι βαστούσε στη μυτίτσα του.
Επί τέλους αφού είδε ότι τον είχαν περικυκλώση από παντού, χωρίς να τον αφήνουν να πάρη την αναπνοήν του, άφησε τον βωμόν που τοποθετούνται τα σφάγια και πηδήσας με τα δύο του πόδια πήδημα όπως του Αχιλλέως— όταν έτρεξε εις το Ίλιον προς τα πλοία—ορμά εναντίον των. Αυτοί, όπως τα περιστέρια όταν ιδούν γεράκι, τρέπονται εις φυγήν.
Στην άκρη κάμπου διάπλατου, σε ριζοβούνι δίπλα, Κένταγε λίμνην ώμορφη, σα νύφη στολισμένη, Μ’ άλλα νερά κατάργυρα, μ’ άλλα νερά γαλάζια, Κι’ απάνω της να τρέχουνε βαρκούλες πέρα-δώθε, Άλλες με κάτασπρα πανιά, σαν άσπρα περιστέρια, Κι’ άλλες μ’ ολάργυρα κουπιά να δέρνουν τα νερά της... Γλυκά ανακαθρεφτίζονταν στες λαμπερές της άκρες, Λόγγα, χωριά, βουνόπλαγα, ράχες και κορφοβούνια, Κοπάδια γιδοπρόβατα κι’ αμέτρητες αγέλες, Και σε μιαν άκρη απλόνονταν πανώρια πολιτεία , Με σπίτια μαρμαρόχτιστα και κάστρο αρματωμένο.
Φτερά ήθελα, να πετάξω στο μοναστήρι, να παρακαλέσω τη Λενιώ να προσεύκεται και για μένα, να μ' έχη και μένα στο νου της. Ύστερα πάλι, να την καταπείσω ναφήση το μοναστήρι και νάρθη μαζί μου να πάμε μακριά, εκεί που δε μας ξέρη κανένας, σε κάποιο ρημοννήσι, σε κάποια σπηλιά, και κει, μακριά από Τούρκους, να ζούμε σα δυο περιστέρια. ....Όλα όμορφα και γλυκά είτανε γύρω.
Μη να τον εύρη δεν 'μπορεί; — Όχι· δεν είναι τούτο· — είναι χωλή· κι’ ο Έρωτας, υπομονήν δεν έχει, και θέλει ταχυδρόμους του τους στοχασμούς, που τρέχουν δέκα φοραίς πλέον γοργοί από ακτίνα ήλιου, όταν τους ίσκιους 'ς τα βουνά τα βουρκωμένα διώχνη· και διά τούτο πτερωτόν τον Έρωτα τον έχουν, και περιστέρια τον τραβούν, και φεύγει 'σαν αέρας. — Έκαμ' ο Ήλιος το μισόν ημεροκάματόν του κ' ευρίσκεται 'ς του δρόμου του την κορυφήν φθασμένος.
Αλλ' η επιχείρησις αυτή με φαίνεται ολίγον δύσκολος, θα έλεγα μάλιστα αδύνατος, αν δεν είχον ακούσει ότι εφευρέθη εσχάτως ο τρόπος του να εξηγώνται τα χρώματα εις τους τυφλούς. Τούτο μόνον λοιπόν σας λέγω, ότι αν ησπάζετο ο συγγραφεύς τας αρχάς της Αγ. όπερ ελευθέρως μεταφραζόμενον σημαίνει, κ εκδότα, ότι βλέπετε άσπρους τους κόρακας και μαύρα τα περιστέρια.
— Πιστεύετε, πως οι άνθρωποι σφαζόντανε πάντα αναμεταξύ τους, όπως το κάνουνε σήμερα; Πως ήτανε πάντα ψεύτες, δόλιοι, άπιστοι, αχάριστοι, κλέφτες, αχαρακτήριστοι, επιπόλαιοι, άνανδροι, φθονεροί, λαίμαργοι, μέθυσοι, φιλάργυροι, φίλαρχοι, αιμόδιψοι, συκοφάντες, παραλυμένοι, φανατικοί, υποκριτές και μωροί; — Παραδέχεστε, είπε ο Μαρτίνος, πως τα γεράκια τρώγανε πάντα περιστέρια, όταν τα βρίσκανε;
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν