Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 5 Μαΐου 2025


Στάθηκε ο Παυλής και τήραγε την τόση τη χάρη, τήραγε το χωριό, τον κάμπο, το πέλαγο, και τα δυο τα ρημοννήσια, τις βαρκούλες και τα περάματα στα βάθια του κόρφου, και του φάνηκαν όλα σαν κόσμος καινούργιος, και το καίγουνταν που δεν ήρθε προτήτερα να τον ανακαλύψη αυτόν τον καινούργιο τον κόσμο, και το παραξενεύουνταν, πώς γίνεται να πηγαινοέρχουνται τόσοι και τόσοι από τόμορφο το χωριό, και να μην έρθη κανένας τρελλαμένος από τα μάγια του και με το ζόρι να τους πάρη και να τους δείξη τόμορφο το χωριό!

Στην άκρη κάμπου διάπλατου, σε ριζοβούνι δίπλα, Κένταγε λίμνην ώμορφη, σα νύφη στολισμένη, Μ’ άλλα νερά κατάργυρα, μ’ άλλα νερά γαλάζια, Κι’ απάνω της να τρέχουνε βαρκούλες πέρα-δώθε, Άλλες με κάτασπρα πανιά, σαν άσπρα περιστέρια, Κι’ άλλες μ’ ολάργυρα κουπιά να δέρνουν τα νερά της... Γλυκά ανακαθρεφτίζονταν στες λαμπερές της άκρες, Λόγγα, χωριά, βουνόπλαγα, ράχες και κορφοβούνια, Κοπάδια γιδοπρόβατα κι’ αμέτρητες αγέλες, Και σε μιαν άκρη απλόνονταν πανώρια πολιτεία , Με σπίτια μαρμαρόχτιστα και κάστρο αρματωμένο.

Βαρκούλες ολοένα σίμοναν από τ' ανοιχτά της θάλασσας, τράτες κατάφταναν πανιά μαζεύουνταν άγκουρες έπεφταν καραβόσκοινα δένουνταν σε πάλους. Άλλες πάλε αμολιώνταν πέρα στο Γαλαξείδι με τα πανάκια τους φουσκωμένα στο βραδινό αγέρι. Ξυπόλητοι κι ως το γόνα γυμνοί, οι ψαράδες ξεφόρτωναν από τις βάρκες στην ακρογιαλιά τα κοφίνια τους γεμάτα από σπαρταριστά μπαρμπούνια και λεθρίνια και μελανούρια.

Κ' έπλασε το δικό του κόσμο έξω στο νησί, Όταν η θαλασσοταραχή έβραζε κι ο άνεμος βογγούσε, έστεκε στο παράθυρο και κοίταζε όξω τη θάλασσα, που βούιζε, και μπορούσε να μένη ώρες εκεί. Όταν ο ουρανός είτανε γαλανός κι ο άνεμος φυσούσε στο νησί ψυχρός και σιγανός, κατέβαινε μόνος στο αγιάλι, ψάρευε θαλασσινά άστρα και μάθαινε να παίζη με βαρκούλες.

Τα είδαν έπειτα ακόμη, όταν έπλεον ως βαρκούλες σκορπισμένες επάνω εις την θάλασσαν· αλλ' έξαφνα ένα μεγάλο κύμα τα εσύναξεν όλα μαζί και διά μιας έγιναν άφαντα μέσα εις το νερό, εις το οποίον, καθώς ο ήλιος έδυεν, έστελλεν όλην την λάμψιν του. — Η καλή Νεράιδα τα επήρεν, είπεν η Ανθούλα. Ας ημπορούσε να πάρη μαζί της εκεί κάτω όλα τα βιβλία.

Εκείθεν απετόλμησαν δύο-τρεις βαρκούλες κ' έπλευσαν με τα κουπιά επάνω έως τας πλευράς του θαλασσίου κήτους, και περιέπλεον μακρόθεν το θείον κύμα. Και ο πρώτος που επεσκέφθη επισήμως τον Καπετάν Πασάν επί της ναυαρχίδος ήτον ο πρώτος προεστώς του χωρίου, ο Κουμπής Νικολάου, παλαιός γνώριμός του.

Μέσα εις την ασάλευτον γαλήνην, όλα ζωή και λάμψις και άρωμα. Θάλασσα και ουρανός, καθρέπτης διαφανής, ατελεύτητος· βαρκούλες ψαράδων εδώ κ' εκεί, και φωναί και γέλωτες ηχηροί πότε, πότε, ους επανελάμβανεν η ηχώ των απέναντι βράχων. Έμειναν πολλάς ώρας εις το νησάκι.

Λέξη Της Ημέρας

εδωροδοκήθη

Άλλοι Ψάχνουν