United States or Japan ? Vote for the TOP Country of the Week !


Α π ο φ υ γ ή Μου είπε γνώριμος, απαριθμόντας Για τον Κοκρόγλωσσο, κακά πολλά. Του αποκρίθηκα χαμογελόντας, Λες δικαιότατα, μιλείς καλά. Μον τι πειράζεσαι στο φέρσιμό του Μη δεν τον γνώρισες καμμιά φορά; Αν του εδόθηκε για φυσικό του Να κρίνη άτζαλα, και βρομερά. Μ' οχτρούς και φίλους του να ωμιλήση, Ή μ' όπιον έλαχε να πρωτοϊδή, Κακά ενάντια τους θα τζαμπουνίσει, Σα να τον ξύλιζαν με το ραβδί.

Ενώ ο γέρων, με μειδίαμα εις τα χείλη δύσπιστον και οφθαλμούς ημικλείστους, έβλεπε τον ενωμοτάρχην ως διδάσκαλος, σιωπηλώς παρακολουθών τα δύσκολα ψελλίσματα του μαθητού του. Ο ενωμοτάρχης όμως εχειρίζετο μετά μεγάλης ευκολίας το όπλον, δεικνύων πόσον ήτο γνώριμος μ' αυτό.

Ο Νικολός εφορτώθη πάλιν το ζεμπίλι, εγώ έλαβα το είδος του ροπάλου μου, κ' αίφνης ακούομεν δρομαίον βήμα, και εις τα ώτα μας αντηχεί γνώριμος φωνή: — Εδώ είσθε;... καλά που... σας ηύρα. Ήσθμαινεν ο άνθρωπος από τον ανηφορικόν δρόμον. Ήτον ο εξάδελφός μου ο Γιαννιός, άνθρωπος πλέον ή σαράντα ετών. οπαδός της Μεγάλης Ιδέας, έχων δύο βάρκες, την «Θεού Σοφίαν» και την «Επτάλοφον».

Σχεδόν καθ' εκάστην, ότε μετέβαινεν ίνα αντλήση ύδωρ εκ του φρέατος ή δι' άλλον έργον απεμακρύνετο εκ της καλύβης, νέος τις διήρχετο, ίστατο, έφευγεν, επανήρχετο και την ωφθαλμοβόλει αδιακόπως. Ήτο δε ούτος ο γνώριμος ημών Σκούντας, ο επιλεγόμενος Περίδρομος, διαβόητος αλήτης καθ' όλα τα περίχωρα. Η Αϊμά δεν εγνώριζεν ούτε αυτόν ούτε το επάγγελμά του.

Η θέσις μου ήτο, το ομολογώ, ικανώς αλλόκοτος και πας γνώριμός μου θα εδικαιούτο να γελάση βλέπων με την ώραν εκείνην εις το βάθος ερήμου κοιμητηρίου, συμπίνοντα με νεκροθάπτην υπό το φέγγος νεκρικής κανδήλας. Εγώ όμως ουδεμίαν είχα όρεξιν να γελάσω κατεχόμενος υπό αδιηγήτου αθυμίας.

Ότε δε αφυπνίσθη, άνθρωπός τις ενεφανίσθη ενώπιον αυτού. Τους χαρακτήρας του ανθρώπου τούτου ανεγνώριζεν ο Μάχτος, αλλά το όνομά του δεν εγίνωσκεν, ουδ' ανεμιμνήσκετο πού τον είχεν ιδεί. Ήτο δε ούτος ο Τρανταχτής, ο φίλος του Σκούντα, και γνώριμος ημών εκ του καπηλείου του Κατούνα. — Φίλε μου, τω είπε, δουλεύεις τώρα εδώ, ή όχι;

Πτωχή Γαλανή! όλα, όλα θα τα πάρη· θα μείνης μόνη, κατάμονη εντός των γυμνών τοίχων της καλύβας, την οποίαν δεν θα ηρνείτο να κατάσχη αν του ήτο δυνατόν!. . . Ευτυχώς κατά την ώραν εκείνην διήλθε τις εκείθεν, γνώριμος του Γιαννίκου και κατέπεισεν αυτόν να δώση προθεσμίαν μέχρι του Μαΐου εις την Γαλανήν. Έκτοτε η μόνη της ελπίς ήσαν αι κατσίκες εκείναι.

Εκείθεν απετόλμησαν δύο-τρεις βαρκούλες κ' έπλευσαν με τα κουπιά επάνω έως τας πλευράς του θαλασσίου κήτους, και περιέπλεον μακρόθεν το θείον κύμα. Και ο πρώτος που επεσκέφθη επισήμως τον Καπετάν Πασάν επί της ναυαρχίδος ήτον ο πρώτος προεστώς του χωρίου, ο Κουμπής Νικολάου, παλαιός γνώριμός του.

Σήμερα το πρωί επέρασ' απ' εδώ ένας άνθρωπος κουτσός. — Ποίος; — Ένας γνώριμος του ανδρός μου. Και μας είπεν ότι χθες βράδυ έγεινεν άφαντη από το μοναστήρι των καλογραιών μία νέα γυφτοπούλα. — Αι, και τι μ' αυτό; — Λοιπόν αυτός ο γέρος εκεί είνε γύφτος, μου φαίνεται. Και η νέα ειμπορεί να είνε εκείνη η γυφτοπούλα, όπου έφυγεν από το μοναστήρι. — Αι, και τι μας μέλει;

Μία πτωχή, κηλιδωμένη, έκπτωτος γυνή, γνώριμος εν τω τόπω διά τον κακόν βίον της, μαθούσα ότι ο Ιησούς εδείπνει εν τη οικία του Φαρισαίου, απετόλμησε να εισέλθη εκεί εν μέσω πλήθους άλλων επισκεπτών, φέρουσα αλάβαστρον πλήρες μύρου.