United States or Russia ? Vote for the TOP Country of the Week !


Εσήκωναν τα κουπιά μαζί κ' ένας που ήταν αρχηγός τους έλεγε κάποιο τραγούδι· οι άλλοι σαν χορός εφωνάζανε με μια φωνή σύμφωνα με την φωνήν εκείνου.

Και πώς ηρέσκετο να διηγήται μετά ταύτα ο ίδιος το επεισόδιον τούτο. — Άμα εφθάσαμετο Λιμεναρχείο, έλεγε, — ξεπλατιαστήκαμετα κουπιάμας ερωτά ο φύλαξ: — Ποιος είν' ο καπετάνιος; — Νά! εγώ είμαι! Σηκόνομαι και τους λέγω. Τι; δεν με γνωρίζετε; Και εστάθηκα ντούρος.

Έπρεπε να είνε δικό του ξύλο, να του μιλήση στην ψυχή για να το γνωρίσουν τα μάτια του στην κατάστασι που ήταν. Ούτε κατάρτια, ούτε πανιά, ούτε σκαφίδι απόμενε πλέον. Μόνον η πρύμη του κ' εκείνη ξεσκλισμένη, εκρατιόταν απελπιστικά σε δυο χάλαρα. Και γύρωθέ της πικρή νεκροπομπή άλλα ξύλα σκορπισμένα, κουπιά και άρμενα· άλλες καρίνες φαγωμένες· άλλα ποδόσταμα και σωτρόπια και σταύρωσες.

Και αυτός ο Αντωνέλλος είχε γείνη, θαρρείς, νεώτερος. Έφθασεν εις το νησάκι, προσωρμίσθησαν εις μίαν αμμουδιάν και ώρμησαν όλαι, ωσάν άτακτα παιδιά και ανυπότακτα, ανά δύο, ανά τρεις, εις τους βράχους. Ο Αντωνέλλος, αφού ετοποθέτησε καταλλήλως τα κουπιά και έσυρε ολίγον έξω την βάρκαν, απομακρύνθη τελευταίος. Τι ευμορφιά ήτο εκείνη τριγύρω!

Αυτός κι' άλλα πολλά δείγματα της σοφίας του έδωσε και ήτον ο πρώτος ο οποίος έφερε τα ποιήματα του Ομήρου εις την πόλιν μας, και υπεχρέωσε τους ραψωδούς να τα απαγγέλλουν κατά την μεγάλην εορτήν των Παναθηναίων ένα προς ένα με τη σειρά τους και κατά τάξιν, καθώς και σήμερα ακόμη γίνεται. Αυτός δε ήτο που έστειλε και, έφερεν εις την πόλιν μας μ' ένα πλοίον με πενήντα κουπιά τον Τήνιον Ανακρέοντα.

Κι όντας εμπήκαμε στο καϊκάκι κ' ετράβηξε τα κουπιά του κατά τα Γιάννινα ο γέρος καϊξής μας, σα νάκλειε με μαλαματένιο κλειδί μέσα σε διαμαντένιο σεντούκι όλες εκείνες μας τες εντύπωσες από τ' ωραίο πανηγύρι, μας είπε: — Σα σήμερα το βράδυ, μωρέ παιδιά, μώλεγεν ο πατέρας μου, πως καθώς γύρναγαν οι πανηγυρίσιοι στα Γιάννινα της στεριάς κι απέρναγαν από τον πλάτανο τ' Αλήπασα, είδαν απόξω κει το σκοτωμό του κλέφτη του Κατσαντώνη και τ' αδερφού του.

Ζάρες έκαμε το πλατύ μέτωπο· άσπρισαν τα κατάμαυρα μαλλιά, σαν να εκύλισαν στογός τα χρόνια επάνω μας. Ο καπετάνιος ξαπλωμένος τ' ανάσκελα στον πάγκο έμοιαζε πτώμα. Οι άλλοι λαμνοκώποι σκυθρωποί και αμίλητοι εκινούσαν ράθυμα τα κουπιά, σαν μηχανές που κάνουν αναίσθητα τα έργον τους. Μόνος εγώ εξακολουθούσα ν' αγωνίζωμαι σωστά. Ήρθε μάλιστα πολλές φορές που τους επήρα.

Αλλά την αυγήν όταν έπαυσαν, εμείς ανέβημεν εις το νησί εκείνο το ακατοίκητον και δεν είδαμεν άλλο εκεί παρά σπήλαια μεγάλα και φοβερά εις την θεωρίαν και πλησιάσαντες εις την θύραν ενός σπηλαίου, ηκούσαμεν μέσα μίαν βοήν, και ηχολογήν φοβερά, ώστε μας εβίασεν ο φόβος να φύγωμεν ογλήγορα· και αναχωρούντες απ' εκείνο το νησί, εις την αναμεταξύ οδοιπορίαν παρετηρήσαμεν ένα παράδοξον συμβάν· ήγουν αρμενίζοντας ημείς εις τα πέλαγος είδαμεν μακρόθεν ένα μεγαλώτατον κήτος και εκατάπινεν ένα πλοιάριον από το μέρος της πρώρας· τα κουπιά όμως το κατάρτι και τα σχοινιά του επεριπλέχθησαν εις το στόμα και τα δόντια του κήτους και δεν ημπορούσε να το καταπίη ολόκληρον· ως τόσον οι άνθρωποι από τον φόβον τους άρχισαν να φωνάζουν προς ημάς· «βοήθεια, αδελφοί, σπεύσατε διά να μας ελευθερώσητε».

Μάζεψε το πανί, πήρε μέσα το φλόκο κ' έβαλε τα κουπιά στους σκαρμούς, Οι βιολιτζήδες τα γύρισαν κι' άρχισαν πάλι τα πειράγματα. — Έλα, γέροπατέρα, άσε τώρα τα κουπιά και παίξε μας κανένα σκοπό, να θυμηθής τα ντέρτια σου, ως που να βγάλη η στεριά! είπε το Βιολί.

Μια φορά μόνον θυμάται, πριν ακόμα μπαρκάρη, θα ήταν ως δεκαπέντε χρόνων, κατώρθωσε και της έφυγετα μισά, 'ς του δρόμου, για να πάγη τα Χριστούγεννα την νύκτατην Εκκλησιά, 'ς την χώρα, να μεταλάβηκαι 'πήγε για ψάρια την παραμονήν, με τον Πετεινάκη, σύντροφος του ψαρά, να τραβά κουπιά.