United States or Laos ? Vote for the TOP Country of the Week !


Τρίτον η Αϊμά παραβάλλεται με Νεράιδα, «μίαν των ωραίων, πονηρών και τρομερών εκείνων νυμφών, δι' ων η φαντασία του ελληνικού λαού οικίζει μέχρι της σήμερον πάντα τα σπήλαια και τους δρυμώνας». Όσον λαμπρά και αν φαίνεται η παραβολή αύτη, κατ' εμέ, είνε άκαιρος και απροσφυής. Είπομεν ότι η Αϊμά διενοήθη να υποκλέψη τας ομολογίας του Πλήθωνος και ακολούθως να φύγη.

Πετάουν, απομακρίνονται·το διάστημα του αέρος Χωσμέναι γίνονται άφαντοι·Διαβαίνουσαι επαιάνιζον, Κ' ήκουεν ο κόσμος. Κανάρη! — και τα σπήλαια Της γης εβόουν, Κανάρη. — Και των αιώνων τα όργανα Ίσως θέλει αντηχήσουν Πάντα Κανάρη. Στροφή Α Όσοι το χάλκεον χέρι Βαρύ του φόβου αισθάνονται, Ζυγόν δουλείας ας έχωσι· θέλει αρετήν και τόλμην Η ελευθερία.

Ήτον ετούτο μία ράχη πολλά υψηλοτάτη, περιτριγυρισμένη από φοβερά και τερατώδη σπήλαια, ανάμεσα εις τα οποία εφαίνετο πολλά κινδυνώδες πέρασμα, με το να μην εφαίνετο καμμιά λογής στράτα διά να περάση εις μίαν πλατείαν πεδιάδα, που από εκεί εφαίνετο· επειδή κάθε μέρος αυτού του βουνού ήτον πυκνωμένον από αγκάθια, βράχους, και κλαδιά, που ήτον αδύνατον να στοχασθούν μίαν στράταν να έβγουν από εκεί.

Η βαρκούλα έπλεεν εγγύς της μιας των νησίδων, εφ' ης εφαίνοντο εναλλάξ σκοτεινά και φωτεινά σημεία, βράχοι στίλβοντες εις το φως της σελήνης, αμαυροί θάμνοι ελαφρώς θροούντες εις την πνοήν της νυκτερινής αύρας, και σπήλαια πληττόμενα υπό του φρίσοντος κύματος, όπου εμάντευέ τις την ύπαρξιν θαλασσίων ορνέων και ήκουε το εναγώνιον πτερύγισμα αγριοπεριστέρων, πτοουμένων εις το πλατάγισμα της κώπης και την προσέγγισιν της βαρκούλας.

Τούτο ήτο το πρώτον μου αίσθημα, στενόν ίσως εγωισμού αίσθημα. Δεν εσυλλογιζόμην την ώραν εκείνην τους μείναντας εις την Χίον, δεν εσκεπτόμην πόσοι δυστυχέστεροι ημών κρύπτονται εισέτι εις σπήλαια και υπόγεια, υποφέροντες τα μαρτύρια, από των οποίων ημείς ελυτρώθημεν.

Ούτω και οι κιβδηλοποιοί, ίνα απομακρύνωσι τους περιέργους, διαδίδουσιν ότι φαντάσματα φρικαλέα και βρυκόλακες κακοποιοί συχνάζουσι τα σπήλαια, όπου χαλκεύεται ο νόθος χρυσός.

Αν έχης «Ελαφρά τα ποδάρια, «Και στήθος, ακολούθα με· «Τρίξε και συ μ' εμένα· «Μας φεύγει, η ώρα.» — Γνωρίζω την φωνήν σου. Οδήγει. — Οι βράχοι φεύγουσι Τώρα υπό τα πατήματα Συχνά, φεύγουν οπίσω Σπήλαια και δένδρα· Των ποταμών πλατέα Νερά, βαθέα λαγγάδια, Έρημα μονοπάτια, Δάση, βουνά, χωράφια, Φεύγουν οπίσω.

Να ακούω από τα βουνά, εις την βοήν του χειμάρρου, τον υπόκωφον στεναγμόν των πνευμάτων από τα σπήλαιά των, και τους θανασίμους αλολυγμούς της κόρης που θρηνολογεί κοντά στις τέσσαρες πέτρες που σκεπάζουν τον αγαπητικό της, σκεπασμένες με βρύον και ανθηρή χλόη.

Τα πνεύματα, τα οποία είνε πάντα πολλά υπήκοα, οπόταν ένας άνθρωπος ηξεύρει να τα επιτιμήση, εμίσευσαν, και ευθύς εγύρισαν με τόσον φως, που ήτον περισσότερον από την χρείαν, και που ημπορούσαν με αυτό να φωτίσουν δέκα σπήλαια παρόμοια ωσάν εκείνο· εγώ λογιάζω ότι θα επήγαν και θα έκλεψαν όλες τες κανδήλες και τα κερία της χώρας της Καρισμίας.

Όταν ήτο ακόμη παιδίον εις την εξοχήν του Αούλου, εν Σικελία, παρεκάλει μίαν γραίαν δούλην εξ Αιγύπτου να της διηγήται ιστορίας με δράκοντας κατοικούντας εις σπήλαια. Της εφάνη ότι ο γλαυκός οφθαλμός ενός εκ των τεράτων εκείνων την παρετήρει ασκαδραμυκτί.