United States or Senegal ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ταλμούχ, μου είπεν αυτός, εγώ σε εγνώρισα, με όλον που έχεις ετούτο το παράξενον φόρεμα, και λογιάζω πως οι οφθαλμοί μου δεν γελοιούνται· είναι δυνατόν να δοθή, ότι εδώ να σε συναπαντήσω; Και εσύ, του απεκρίθηκα, τι κάνεις εδώ εις το Κανταχάρ; διατί απαράτησες την αυλήν του βασιλέως της Περσίας; μήπως ο θάνατος της Τζελίκας σε έκαμε να αναχωρήσης καθώς και εμένα; Εις ετούτα διά την ώραν, μου απεκρίθη εκείνος, δεν ημπορώ να σου ειπώ τίποτε, μα ογλήγορα θέλω σου δώσει την ευχαρίστησιν· αν θέλης αύριον να ευρεθής εδώ μόνος σου εις την αυτήν ώραν θέλω σου φανερώσει πράγματα, που θέλουν σε θαυμάσει, τα οποία ήξευρε πως είναι όλα διά λόγου σου.

Πώς; ω κυρά μου, απεκρίθη ο Ρουσκάδ, ετούτη είνε η δυνάστευσις η βαρεία, την οποίαν υποπτεύεις πως να μην είμαι αρκετός να φυλάξω; εγώ λογιάζω πως έως τώρα θα εγνώρισες την καρδιά μου, που είνε πάντα υποκειμένη εις κάθε σου πρόσταγμα, και πως δεν έχω άλλην θέλησιν παρά την εδικήν σου.

Τα πνεύματα, τα οποία είνε πάντα πολλά υπήκοα, οπόταν ένας άνθρωπος ηξεύρει να τα επιτιμήση, εμίσευσαν, και ευθύς εγύρισαν με τόσον φως, που ήτον περισσότερον από την χρείαν, και που ημπορούσαν με αυτό να φωτίσουν δέκα σπήλαια παρόμοια ωσάν εκείνο· εγώ λογιάζω ότι θα επήγαν και θα έκλεψαν όλες τες κανδήλες και τα κερία της χώρας της Καρισμίας.

Εγώ λογιάζω, του λέγει ότι εμετανόησες διά το λάθος που έκαμες, και θέλω να σε συμπαθήσω, με συμφωνίαν ότι εις το ερχόμενον να είσαι πλέον τακτικός, και να μου φανερώσης και ποίος είσαι. Καθώς αυτός δεν επιθυμούσεν άλλο παρά να ξαναφιλιωθή με αυτήν την ευγενικήν κυράν, έτσι δίχως δισταγμόν της εφανέρωσε πως ονομάζετο Καλούφ, και ήτον μυστικός του βασιλέως.

Ο βεζύρης του, που είχε φθάσει εκεί ομού με τους άλλους, που ήσαν εις την συντροφιά του, δεν έλαβαν ολιγωτέραν την έκστασιν. Ο δε βασιλεύς αφού έκαμε διαφόρους στοχασμούς, λέγει· δεν ημπορώ να βεβαιωθώ πώς εκείνη η έλαφος είνε αληθώς ένα ζώον άγριον, αλλά λογιάζω πώς είνε μία εξωτική του δάσους, η οποία υποκάτω εις τούτην την μορφήν λαμβάνει ηδονήν να γελά τους κυνηγούς.

ΣΤΕΦΑΝ. Ετούτο είναι κάποιο τέρας του νησιού, τετράποδο, που από κείνο, που εγώ λογιάζω, αρρώστησε· πού στο δαίμονα έμαθε τη γλώσσα μας; Θέλει το βοηθήσω· δεν χάνω τίποτε· ανίσως μου πιτύχη να το γλυτώσω, και να το ημερώσω, και να το φέρω μαζή μου στη Νεάπολη, αυτό είναι χάρισμα για κάθε βασιλέα που να εφόρεσε ποτέ αγελαδινό τομάρι.

Αφέντη, κάνει χρεία να ειπούμεν την αλήθειαν ότι δεν είναι ωραιότης πλέον τελεία, ούτε υποκείμενον πλέον ευγενικόν από εκείνο της Ρετζίας· μα με όλον τούτο, ακολούθησε χαμογελώντας, που και ημείς την εκυττάξαμεν με επιμέλειαν, δεν βλέπω κανέναν από ημάς τους τρεις να έχασε το λογικόν του· και διά λόγου μου λογιάζω, ότι η μορφή της εικόνος της Αλγεμάλ, που βαστώ κοντά μου, να με εδιαφύλαξεν.

Ο βασιλεύς θεωρώντάς με με προσοχήν λέγει του περιβολάρη· είνε αλήθεια ότι αυτός ο δούλος σου λαλεί το τζιβούρι, και τραγωδεί με πολλήν νοστιμάδα; Ναι, ω βασιλεύ, του απεκρίθη ο γέρων έχει μίαν φωνήν που λογιάζω παρόμοια να μην ηκούσθη. Εγώ είμαι περίεργος να τον ακούσω, απεκρίθη ο Σουλτάνος, ας ιδούμεν εκείνο που ηξεύρει να κάμη.

Εγώ λογιάζω πως οι λαβωματιές μου να μη είναι θανατηφόρες· φύλαξε την ζωήν μου· και σου τάσσω ότι δεν ήθελες το μετανοήσει. Τότε εγώ έσχισα εις κομμάτια το δέμα του φακκιολιού μου και ένα υποκάμισο που είχα, και αφού της έδεσα τες πληγές μού είπε. Σε παρακαλώ λάβε ακόμη την καλωσύνην και φέρε με εις την χώραν, που είνε εδώ σιμά, και εκεί βάλε με εις κανένα σπήτι διά να αναπαυθώ.

Ο Αναΐππης έμεινεν εκστατικός εις ετούτα τα λόγια, όθεν ευθύς τρέχει προς τον Μουζαφέρ, και του λέγει· την επάθαμε τη δουλειά. Ο Χουλάς αρνείται να χωρίση την γυναίκα του, τον οποίον τον βλέπω πολλά στερεόν εις την γνώμην του, και λογιάζω μήπως και το κάνει διά να εβγάλη περισσότερα δηνάρια. Ανίσως και είναι έτσι απεκρίθη ο Μουζαφέρης, δος του εκατόν φλωριά, και ας πάη να κάμη τη δουλειά του.