Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 20 Ιουνίου 2025
Ραψωδία I Τότε ο πολύγνωμος 'ς αυτόν απάντησε Οδυσσέας• «Μεγάλε Αλκίνοε, 'ς τους λαούς λαμπρέ και αγαπημένε, τω όντι τούτο είν' εύμορφο, τέτοιον αοιδόν ν' ακούης, ως είναι αυτός, 'που των θεών εις την φωνήν ομοιάζει. ότι δεν βλέπω 'ς την ζωή τερπνότερ' άλλο τέλος, 5 παρ' όταν όλος ο λαός 'ς την ευφροσύνη πλέει, και τον αοιδόν 'ς τα δώματα ακούν οι καλεσμένοι αραδικώς καθήμενοι, με τράπεζαις γεμάταις τον άρτον και τα κρέατα, και απ' τον κρατήρα παίρνει ο κεραστής κρασί γλυκό και 'ς τα ποτήρια χύνει• 10 απ' όλα τ' ωραιότερον ότ' είναι αυτό λογιάζω. αλλά τα πολυστένακτα κακά μου να ερευνήσης σου 'πε η ψυχή σου, όπως εγώ βαρύτερα στενάζω. τώρα τι πρώτο, τ' ύστερον εγώ να σου ιστορίσω; ότ' οι επουράνιοι θεοί κακά πολλά μου δώσαν. 15 και πρώτα θα ειπώ τ' όνομα, όπως και σεις ακόμη το μάθετε, και όπως εγώ, τον χάρο αν ξεφύγω, φίλος σας μένω ξενικός, και πέρ' αν κατοικάω. εγώ 'μαι ο δολομήχανος Λαερτιάδης Οδυσσέας, και από την γη 'ς τους ουρανούς η δόξα μου έχει φθάσει. 20 και κατοικώ την ηλιακήν Ιθάκη, 'π' όρος έχει μεγάλο κινησίφυλλο, το Νήριτο, και γύρω νησιά πολλά, και σύνεγγυς το 'να με τ' άλλο, υπάρχουν, Δουλίχιο, Σάμη, Ζάκυνθος η πολυδενδρωμένη• κείνη 'ς το πέλαο χαμηλή βαθειά την δύσι βλέπει, 25 και όλαις η άλλαις χωριστά προς της αυγής τα μέρη• πετρώδης, αλλ' ανδρών καλή βυζάστρα• κ' εγώ άλλο πράγμα δεν δύναμαι να ιδώ γλυκότερο απ' την γην μου. και ιδές, μ' εκράτ' η Καλυψώ, σεπτή θεά, μεγάλη, 'ς τα κοίλα σπήλαια, και άνδρας της επόθει να της ήμαι• 30 όμοια και η Κίρκη εκράτει με, η δολερή Αιαία, 'ς τα μέγαρά της, και άνδρας της επόθει να της ήμαι• αλλά ποτέ δεν έπεισαν 'ς τα στήθη την ψυχή μου. αχ! τίποτε γλυκότερο δεν έχει απ' την πατρίδα και απ' τους γονείς ο άνθρωπος, και σπίτι ευτυχισμένο 35 εις ξένην γην αν κατοικεί μακράν απ' τους γονείς του. τώρ' άκουσε το θλιβερό ταξείδι, 'που εις εμένα, ως απ' την Τροίαν έγερνα, διώρισεν ο Δίας.
Ο πατέρας μου, — ναι, μου φαίνεται, τον βλέπω, ΟΡΑΤΙΟΣ Ω! Κύριε, πού; ΑΜΛΕΤΟΣ 'Στον οφθαλμόν του νου μου, Οράτιε. ΟΡΑΤΙΟΣ Μία φορά τον είδα· εξαίσιος βασιλέας! ΑΜΛΕΤΟΣ Αχ! ήταν άνθρωπος, 'πού, εις όλ' αν θα τον κρίνης, δεν ελπίζω εις την γην να ιδώ τον όμοιόν του. ΟΡΑΤΙΟΣ Κύριε, λογιάζω πως εψές τον είδα. ΑΜΛΕΤΟΣ Είδες συ; ποίον; ΟΡΑΤΙΟΣ Τον πατέρα σου, τον βασιλέα.
Μίαν ημέραν που οι δυο μας μοναχοί επεριπατούσαμεν εις το περιβόλι της· Αμπουλβάρη, μου είπεν· εγώ ελπίζω πως με αγαπάς, και επάνω εις αυτήν τη ελπίδα, αποφάσισα διά να σε κάμω ευτυχή, παραδίδοντάς σου όλους τους θησαυρούς μου, με το δέσιμον της υπανδρείας μου έτσι αποφάσισα, και λογιάζω ότι με τούτον τον τρόπον θέλεις ειπεί, πως είσαι μεγάλως ευτυχισμένος.
Ναι ξέρω, μου το λέει αφτό αλάθεφτα η ψυχή μου, θα φέξει η μέρα — δεν αργεί — που θα χαθεί η πατρίδα, κι' ο βασιλιάς ο Πρίαμος, κι' ο ξακουστός λαός του· μα δε μου σφάζει την καρδιά, των Τρώων σα λογιάζω 450 τα πάθια, ή και των δύστυχων γονιώνε μου, ούτε τόσο των αδερφών μου που πολλοί μες στα χρυσά τους νιάτα θα κυλιστούν στο αίμα τους σφαγμένοι από τους Αργίτες, όσο για σένα, όταν κανείς απ' των οχτρών τ' ασκέρι σε σέρνει σε πικρή σκλαβιά στα δάκρια βουτημένη. 455 Κι' άλλη ίσως, στ' Άργος όταν πας, να φαίνεις θα σε βάζει, και με τη στάμνα απ' την πηγή νερό θα πας να φέρνεις, άθελα, δόλια, μα σκληρή θα σε στανέβει ανάγκη.
Αυτό λογιάζω πως να σου φαίνεται δύσκολον να το πιστεύσης, μα είναι εύκολον να σε κάμω να βεβαιωθής· κράξε τον Βελή, και υποχρέωσέ τον διά να φάγη και πίη έμπροσθέν σου από εκείνα τα φαγητά που έμειναν, και θέλεις ιδεί τι του θέλει συμβή.
ΓΙΛΒΕΡΤΟΣ. — Και βέβαια έτσ' είναι. Ποιόνε γνοιάζει αν η γνώμη του Ruskin για τον Turner είναι σωστή ή όχι; Τι έχει να κάνη αυτό; Εκείνη η δυνατή και μεγαλόπρεπη πρόζα του, τόσο ζωηρή και φλογερή στην ευγενικιά της ευγλωττία, τόσο πλούσια στην τέλεια δουλεμένη κι αρμονισμένη μουσική της, τόσο σίγουρη κι αλάθευτη στις καλές της εκφράσεις, ως προς την εκλογή τη λεπτή της λέξεως και του επιθέτου, είναι τουλάχιστο τόσο μεγάλο έργο τέχνης όσον οποιοδήποτε από τα θαυματουργά εκείνα ηλιοβασιλέμματα, που ασπρίζουν ή λυώνουν επάνω στα σαπισμένα καναβόπανά τους στην Αγγλική Πινακοθήκη· μεγαλύτερο πράγματι — σκέπτεται κανείς καμμιά φορά — όχι απλώς γιατί η ισόπαλη ομορφιά της βαστάει πιο πολύ, μα και γιατί αποτείνεται κατά χίλιους τρόπους· η ψυχή μιλάει στην ψυχή στις γραμμές εκείνες, που έχουν μακρύ ρυθμό, όχι με τη φόρμα και το χρώμα μονάχα, αν και τέλεια και δίχως τίποτε να πάη χαμένο γίνεται τούτο μ' αυτά, αλλά και με τη διανοητική κ' αισθηματικήν έκφραση, με το υψηλό πάθος και την υψηλότερη σκέψη, με την εσωτερικότητα της φαντασίας και τον ποιητικό σκοπό· μεγαλύτερο, λογιάζω πάντα, όσο η Φιλολογία είναι η πιο μεγάλη Τέχνη.
Τότε ο Βελής βλέποντας ότι ήτον αδύνατον να φύγη τον θάνατον· ή με τον ένα τρόπον, ή με τον άλλον, έφαγεν ολίγον από εκείνα τα φαγητά, και εν τω άμα απέθανε. Βλέπεις, λέγει τότε η Κεριστάνη του βασιλέως, την προδοσίαν του Πασιά σου; λογιάζω πως είσαι βεβαιωμένος ότι τα τελώνια δεν κάνουν πράγμα χωρίς αφορμήν.
Αυτά 'πε, κ' εγώ προς αυτήν απάντησα και είπα• 375 Όποια και αν ήσαι των θεών εσύ, θα σ' απαντήσω. δεν θέλω το και μένω εδώ, αλλά των αθανάτων, 'πώχουν τον μέγαν ουρανόν, αμάρτησα, λογιάζω. αλλά συ 'πε μου, — κ' οι θεοί γνωρίζουσι τα πάντα,— ποιος μ' εμποδίζει των θεών και μ' έδεσε εις τον δρόμο, 380 και πώς, το μέγα πέλαγος σχίζοντας, να γυρίσω.
Και όταν έμαθεν ότι ο βασιλεύς αδελφός του εγύριζεν από το κυνήγι, επήγε χαρούμενος να τον προϋπαντήση· και βλέποντάς τον ο βασιλεύς έτσι χαρωπόν τον συνεχάρη διά την μεταβολήν του από την λύπην εις χαρούμενον πρόσωπον· όμως τον επαρακάλεσεν ως αδελφός και τον εξώρκισεν ως βασιλεύς να του ειπή την αιτίαν της λύπης και της μεταβολής πάλιν εις χαράν, λέγοντάς του· ίσως, αν δεν σφάλλω, το αίτιον της λύπης σου να έγινεν ο πόθος, που έχεις προς την βασίλισσαν της Ταταρίας την γυναίκα σου, η οποία λογιάζω να είνε πολύ εύμορφη, και να την εδιάλεξες της ορέξεώς σου, και τώρα ευρισκόμενος μακράν από τέτοιον αγαπημένον και εύμορφον υποκείμενον ελυπούσουν· όθεν ειπέ μου την αλήθειαν, αν είναι αληθής ο στοχασμός μου και πώς μετεβλήθη η λύπη σου εις χαράν.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν